φάκται
1φάκται — Α (κατά τον Ησύχ.) «ληνοί, σιπύαι, πύελοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να διαβαστεί φάκτα (βλ. λ. φάκτον [Ι])] …
1φάκται — Α (κατά τον Ησύχ.) «ληνοί, σιπύαι, πύελοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να διαβαστεί φάκτα (βλ. λ. φάκτον [Ι])] …