φϑόγγους

  • 1φθόγγους — φθόγγος any clear masc acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2δωδεκαφωνία — Σύγχρονη τεχνική μουσικής σύνθεσης που επινόησε και ανέπτυξε o Αυστριακός συνθέτης Άρνολντ Σένμπεργκ (1874 1951), ο οποίος μάλιστα την καθόρισε ως «μέθοδο μουσικής σύνθεσης με δώδεκα φθόγγους, που βρίσκονται σε σχέση μόνο μεταξύ τους». Η δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 3βαθύφωνος — Τραγουδιστής που, από άποψη φωνητικής έκτασης, διαθέτει τους βαθύτερους φθόγγους της αντρικής φωνής. Ανάλογα με την ποιότητα του ηχοχρώματος και τις εκφραστικές του δυνατότητες, ο β. διακρίνεται σε δραματικό ή μπάσο προφόντο (basso profondo), με… …

    Dictionary of Greek

  • 4ημιτόνιο — Όρος που χρησιμοποιείται στη μουσική και σημαίνει μισό τόνο, το μισό δηλαδή της μεγαλύτερης απόστασης ανάμεσα σε δύο διαδοχικούς ή όμοιους φθόγγους στη φυσική κλίμακα. Στο σύγχρονο σύστημα όλα τα η. είναι ίσα και χωρίζονται σε διατονικά και… …

    Dictionary of Greek

  • 5μουσική συνοδεία — Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο… …

    Dictionary of Greek

  • 6Ψάχος, Κωνσταντίνος — (Μεγάλο Ρεύμα, Βόσπορος 1869 – Αθήνα 1949). Έλληνας μουσικολόγος, θεωρητικός, μουσικοδιδάσκαλος και συνθέτης. Σπούδασε βυζαντινή μουσική στην Κεντρική Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στα πρώτα… …

    Dictionary of Greek

  • 7άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …

    Dictionary of Greek

  • 8αντίστιξη — Μέρος της μουσικής θεωρίας, που καθορίζει τους κανόνες συνδυασμών δύο ή περισσότερων μελωδιών και μελετά τις δυνατότητες υπέρθεσης διαφόρων μελωδικών γραμμών στην οριζόντιά τους ανάπτυξη και σε σχέση με τη θέση του ενός φθόγγου προς τον άλλο. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 9αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …

    Dictionary of Greek

  • 10κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… …

    Dictionary of Greek