φϑοῖς
1φθοῖς — φθόις a fem nom/acc pl …
2φθόις — a fem nom sg …
3φθόϊς — ϊος, ό, και αττ. τ. φθοΐς, ΐδος, ή, και τ. ονομ. πληθ. φθοῑς Α 1. είδος πίτας 2. α) καταπότιο β) χάπι που χρησιμοποιείται για απολύμανση με υποκαπνισμό 3. ράβδος πολύτιμου μετάλλου 4. φρ. «φθόϊς χρυσίου» (κατά τον Ησύχ.) σκόνη ή άμμος χρυσού 5.… …
4φθοΐς — ΐδος, ἡ, Α βλ. φθόϊς …
5πολύφθοος — ον, Α προσωνυμία ημέρας τού δελφικού μήνα Βυσίου κατά την οποία δίνονταν πολλοί χρησμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πολυ * + φθόϊς* / φθοίς «είδος πλακούντος» και «άμμος χρυσού»] …
6φθοΐσκος — ὁ, Α υποκορ. 1. είδος μικρής πίτας 2. χάπι μικρού μεγέθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθόϊς / φθοΐς + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ὀβελ ίσκος)] …
7DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …
8φθοΐδιον — τὸ, Α [φθόϊς] υποκορ. 1. πίτα μικρού μεγέθους 2. ομφαλωτή φιάλη με μικρό μέγεθος …