φϑορή
1φθορῇ — φθορά destruction fem dat sg (epic ionic) φθορῆι , φθορεύς corrupter masc dat sg (epic ionic) …
2φθορή — φθορά destruction fem nom/voc sg (epic ionic) …
3φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… …