φώς

  • 71λυχνομαντεία — Μαντική μέθοδος της αρχαιότητας, με τη χρήση λύχνων (βλ. λ. λύχνος). Ο μάντης υπνωτιζόταν παρακολουθώντας επίμονα το φως του λύχνου και στήριζε τον χρησμό του στον τρόπο με τον οποίο έκαιγε ο λύχνος. Συνήθως ο μάντης φορούσε ειδικά ρούχα, κόκκινα …

    Dictionary of Greek

  • 72ολόφωτος — η, ο (Μ ὁλόφωτος, ον) γεμάτος φως, κατάφωτος, καταφωτισμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ολόφωτο φυσ. φωτιστική συσκευή που όλο το φως της συλλέγεται με φακούς και κατευθύνεται με ανακλαστήρες προς ορισμένη κατεύθυνση. επίρρ... ολόφωτα με πολύ φως …

    Dictionary of Greek

  • 73πολύφωτος — η, ο / πολύφωτος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολύ φως («πολύφωτος ἥλιος», Μηναί.) 2. αυτός που σκορπίζει, που διαχέει άπλετο φως, ο γεμάτος φως 3. αυτός που έχει πολλά φώτα («πολυφώτους ἀργυρᾱς λυχνίας» πολυκάντηλα) 4. το ουδ. ως ουσ. το… …

    Dictionary of Greek

  • 74ραδιοηλεκτρολογία — Τεχνική που επιτρέπει τη μετάδοση μηνυμάτων, ήχων ή εικόνων σε μεγάλη απόσταση με τη βοήθεια των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Η ρ. είναι συλλογικό έργο, οφείλεται δε σε εφευρέτες επιστήμονες και τεχνικούς, που ανήκουν σε διάφορα έθνη. Το 1845 ο Μ.… …

    Dictionary of Greek

  • 75τακτισμός — Η κινητική αντίδραση (μετακίνηση ή προσανατολισμός) που παρουσιάζουν ορισμένα φυτά και ζώα προς τα εξωτερικά φυσικά και χημικά ερεθίσματα. Διάφορες επιστημονικές παρατηρήσεις απέδειξαν ότι πολλές κινήσεις φυτών ή ζώων ή ορισμένων οργάνων τους… …

    Dictionary of Greek

  • 76φημί — ΝΜΑ, και δωρ. τ. φαμί και αιολ. τ. φᾱμι Α νεοελλ. (λόγια φρ.) «αυτός έφα» χρησιμοποιείται για να δηλώσει γνώμη που έχει εκφραστεί από αυθεντία, χωρίς να επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση, και η οποία προέρχεται από τη φράση που χρησιμοποιούσαν οι… …

    Dictionary of Greek

  • 77φθορισμός — Η εκπομπή από μερικές ουσίες ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων συχνότητας μικρότερης από τις συχνότητες που αποτελούν την προσπίπτουσα ακτινοβολία. Το φαινόμενο παρατηρήθηκε αρχικά στον φθορίτη, με τη διαπίστωση ότι, όταν το φως διασχίσει έναν κρύσταλλο… …

    Dictionary of Greek

  • 78φωταγωγός — ό / φωταγωγός, όν, ΝΜΑ αυτός που φέρνει φως νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φωταγωγός άνοιγμα σε τοίχο ή κενός χώρος σε οικοδομή που χρησιμεύει για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτων μσν. 1. μτφ. αυτός που διαφωτίζει την ψυχή και το πνεύμα, που… …

    Dictionary of Greek

  • 79φωτεινός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Γιος της Φωτεινής. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Φεβρουαρίου. 2. Μαρτύρησε στην Απαμεία το 297, μαζί με τον πατέρα του Μαυρίκιο και πολλούς άλλους. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 3. Πέθανε με …

    Dictionary of Greek

  • 80φωτισμός — ο, ΝΜΑ [φωτίζω] παροχή φωτός νεοελλ. 1. προσαγωγή φωτός στα αντικείμενα ή στο περιβάλλον τους προκειμένου αυτά να γίνουν ορατά 2. συνεκδ. το σύνολο τών συσκευών που παράγουν φως, τών φωτιστικών σωμάτων, σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον («ο φωτισμός …

    Dictionary of Greek