φώς

  • 121μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …

    Dictionary of Greek

  • 122νέον — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ne. Ανήκει στην ομάδα μηδέν του περιοδικού συστήματος (ομάδα των ευγενών αερίων), έχει ατομικό αριθμό 10 και ατομικό βάρος 20,183, τρία σταθερά ισότοπα Ne20, Ne22 και Ne21, κατά τάξη αφθονίας, και τέσσερα ραδιενεργά… …

    Dictionary of Greek

  • 123νεφέλωμα — (Αστρον.). Η χρήση του τηλεσκόπιου στην παρατήρηση του ουρανού επέτρεψε στους αστρονόμους να ανακαλύψουν σε πολλά σημεία του ουράνιου θόλου μερικούς ιδιάζοντες διάχυτους σχηματισμούς, με διάφορα σχήματα και διαστάσεις, ελαφρά φωτεινούς και λευκού …

    Dictionary of Greek

  • 124πιφαύσκω — και, δ. ανάγν., πιφάσκω Α (ποιητ. τ.) (στο έπος και στη λυρική ποίηση) 1. (το ενεργ και το μέσ.) α) καθιστώ κάτι φανερό, φανερώνω β) καθιστώ κάτι γνωστό, γνωστοποιώ, αποκαλύπτω («ἄσχετα ἔργα πιφαύσκετο δημοτέροισιν», Απολλ. Ρόδ.) 2. προκηρύσσω 3 …

    Dictionary of Greek

  • 125πλησίφως — ὁ, ἡ, Α πλησιφαής. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. πλησ(ι) τού πίμπλημι «γεμίζω» (πρβ. αόρ. ἔ πλησ α) + φως (< φῶς, φωτός), πρβλ. λειψί φως] …

    Dictionary of Greek

  • 126σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ …

    Dictionary of Greek

  • 127συμβολή — Διάφορα φυσικά φαινόμενα εκδηλώνονται όταν στο χώρο επικαλύπτονται δύο περιοδικές διαταραχές κυματοειδούς τύπου και του αυτού είδους είτε μηχανικής (π.χ. ηχητικά κύματα) είτε ηλεκτρομαγνητικής (π.χ. φωτεινά κύματα) προέλευσης· τα φαινόμενα αυτά… …

    Dictionary of Greek

  • 128συναπαυξίφως — ωτος, ἡ, Α (για τη Σελήνη) αυτή που ελαττώνει το φως της συγχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπαύξησις «μείωση» + φῶς, φωτός (πρβλ. λειψί φως)] …

    Dictionary of Greek