φώς

  • 111διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 112διασκεδασμός — Διασπορά, διασκορπισμός· εξαφάνιση, διάλυση· ταραχή, σύγχυση. δ.φωτός.Η εξάρτηση της ταχύτητας του κύματος και του δείκτη διάθλασης από το μήκος κύματος. Αποτέλεσμα αυτού είναι το φαινόμενο του διαχωρισμού μιας ακτίνας μη μονοχρωματικού φωτός… …

    Dictionary of Greek

  • 113διασκόπιο — Συσκευή προβολής διαφανειών. Η διαφάνεια τοποθετείται μπροστά από μία φωτεινή πηγή, συνήθως μία λυχνία πυρακτώσεως ή μία λάμπα βολταϊκού τόξου. Από την άλλη πλευρά της φωτεινής πηγής βρίσκεται σφαιρικό κάτοπτρο, από αλουμίνιο ή γυαλί με επάλειψη… …

    Dictionary of Greek

  • 114ενδοσκόπηση — Η άμεση παρατήρηση του εσωτερικού ενός κοίλου οργάνου σε κάποιο ζωντανό οργανισμό ή κάποιου μέρους στο εσωτερικό ενός μηχανήματος, που είναι απρόσιτο στο ανθρώπινο μάτι. Η σύγχρονη μέθοδος άμεσης παρατήρησης και φωτογράφησης αντικειμένων που… …

    Dictionary of Greek

  • 115ημίφως — το 1. γεν. ασθενές φως, μισόφωτο, μισοσκόταδο, σκιόφως 2. (ειδ.) το αμυδρό φως τής ημέρας κατά την αρχή τού λυκαυγούς* και κατά το τέλος τού λυκόφωτος*, σύθαμπο, σούρουπο, σουρούπωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φως. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον… …

    Dictionary of Greek

  • 116ηώς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Προσωποποίηση της αυγής, θυγατέρα του Υπερίωνα και της Θείας και αδελφή του Ήλιου και της Σελήνης. Κατοικούσε στον Ωκεανό, στις μυστηριώδεις περιοχές της Ανατολής. Σύζυγός της ήταν o Αστραίας και από την ένωσή τους… …

    Dictionary of Greek

  • 117κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 118λειψίφως — λειψίφως, ωτος, τὸ (ΑM) ελλειπές, ελαττωμένο, άτονο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψι (βλ. λείπω) + φῶς (πρβλ. ημί φως), σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος] …

    Dictionary of Greek

  • 119λούσσον — λοῡσσον, τὸ (Α) η λευκή ρητινώδης εντεριώνη τού ελάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται πιθ. σε *λovκ yoν και είναι παράγωγο ενός ονόματος με σημ. «λευκότητα, φως», το οποίο θα εμφάνιζε την ετεροιωμένη βαθμίδα *loug τής ΙΕ ρίζας *leuq «λάμπω, φωτεινός» (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 120λυκόφως — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 18 μ., 630 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σουφλίου του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, κοντά στον ποταμό Έβρο, 58 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σουφλίου. Μέχρι το 1953 ονομαζόταν …

    Dictionary of Greek