φύσις καὶ π

  • 71καταχρώμαι — (AM καταχρῶμαι, άομαι, Α και καταχρέομαι) 1. κάνω μεγάλη χρήση ενός πράγματος, χρησιμοποιώ κάτι πάρα πολύ («καταχρῆται ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ... ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν», Αριστοτ.) 2. κάνω κακή ή υπέρμετρη χρήση ενός πράγματος, κάνω κατάχρηση (α …

    Dictionary of Greek

  • 72συντίθημι — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντίθημι και συντιθῶ, έω, Α [τίθημι] νεοελλ. (μόνο το μέσ.) συντίθεμαι σύγκειμαι, αποτελούμαι («το έργο είναι συντεθειμένο από πολλά μέρη») μσν. αρχ. 1. συνενώνω («φύσις πυρὸς... συνετέθη τῇ φύσει τοῡ σιδηροῡ», Λεόντ. Ιερ.) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 73ВСЕЛЕНСКИЙ III СОБОР — [I Эфесский]. Источники Акты Собора известны в неск. рукописных собраниях, различной сохранности и ценности, на греч. и лат. языках (см. крит. изд. Э. Шварца: АСО. Т. 1). В них кроме протоколов соборных заседаний находятся документы, появившиеся… …

    Православная энциклопедия

  • 74Philo — (20 BC 50 AD), known also as Philo of Alexandria (gr. Φίλων ὁ Ἀλεξανδρεύς), Philo Judaeus, Philo Judaeus of Alexandria, Yedidia and Philo the Jew, was a Hellenistic Jewish philosopher born in Alexandria, Egypt. Philo used allegory to fuse and… …

    Wikipedia

  • 75Liste lateinischer und griechischer Wörter in der biologischen Systematik — Die Liste lateinischer und griechischer Wörter in der biologischen Systematik dient dem Verständnis wissenschaftlicher Namen von Organismen. Die binominale Nomenklatur und einige Namen für höhere Taxa, etwa für Ordnungen, basiert überwiegend auf… …

    Deutsch Wikipedia

  • 76Parménides de Elea — Saltar a navegación, búsqueda Parménides (Παρμενίδης) Filosofía occidental Filosofía presocrática …

    Wikipedia Español

  • 77ГАЛЕН —     ГАЛЕН (Γαληνός) из Пергама (129, Пергам ок. 210 н. э., Рим), греческий ученый, врач и философ.     Жизнь и сочинения. Благодаря своему отцу, архитектору Элию Никону, Г. получил всестороннее образование, с 14 лет начал изучать грамматику,… …

    Античная философия

  • 78μαχητικός — ή, ό (Α μαχητικός, ή, όν) [μαχητής] 1. κατάλληλος για μάχη, πολεμικός (α. «δέδωκε γὰρ ἡ φύσις τοῑς μὲν ὄνυχας, τοῑς δὲ ὀδόντας μαχητικούς», Αριστοτ. β. «ο στρατός δεν ήταν εφοδιασμένος με μαχητικά αεροπλάνα») 2. αυτός που έχει κλίση για μάχη ή… …

    Dictionary of Greek

  • 79μονοφυσίτης — ο (ΑΜ μονοφυσίτης) συν. στον πληθ. οι μονοφυσίτες οι οπαδοί τής θρησκευτικής αίρεσης τού μονοφυσιτισμού, που εμφανίστηκε τον 5ο μ.Χ. αιώνα και διδάσκει ότι ο Ιησούς έχει μόνο τη θεία φύση, από την οποία απορροφήθηκε μετά την ενανθρώπηση και η… …

    Dictionary of Greek

  • 80μύρσινος — Παραθαλάσσια πόλη της αρχαίας Ήλιδας, που αναφέρεται από τον Όμηρο. Την εποχή του Στράβωνα, η πόλη ονομαζόταν Μυρούνιον και βρισκόταν στο δρόμο που πήγαινε από τη Δύμη στην ‘Ηλιδα. * * * μύρσινος και αττ. τ. μύρρινος, ίνη, ον (Α) 1. αυτός που… …

    Dictionary of Greek