φύσις καὶ π

  • 61φυλακή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας οικισμός, τα Δράμια (υψόμ. 50 μ.). * * * η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν [φύλαξ, ακος]… …

    Dictionary of Greek

  • 62ГИМНОГРАФИЯ — [греч. ὑμνογραφία песнотворчество, от ὕμνος гимн, песнь и γράφω писать], в христ. богослужении небиблейские поэтические тексты, предназначенные для исполнения (в первую очередь певч.) в определенные моменты служб. Жанры церковной Г. разнообразны… …

    Православная энциклопедия

  • 63ιδιότροπος — η, ο (ΑΜ ἰδιότροπος, ον) 1. αυτός που ζει, σκέπτεται και ενεργεί διαφορετικά από τους άλλους, ο ιδιόρρυθμος (α. «ιδιότροπος άνθρωπος» β. «ἰδιότροπος φύσις», Διόδ.) 2. ο ασυνήθιστος («ιδιότροπο χτένισμα») νεοελλ. δύστροπος, κακότροπος, στρυφνός.… …

    Dictionary of Greek

  • 64παραμένω — ΝΑ, και ποιητ. τ. παρμένω, Α 1. εξακολουθώ να βρίσκομαι όπου ή όπως ήμουν («παρέμεινε στην εξοχή όλο το καλοκαίρι») 2. μένω κοντά σε κάποιον νεοελλ. 1. διατηρούμαι σε μια κατάσταση ή διάθεση («παρέμεινε πιστός οπαδός») 2. διαμένω κάπου προσωρινά… …

    Dictionary of Greek

  • 65προμήκης — όμηκες, ΝΑ νεοελλ. φρ. α) «προμήκης μυελός» τμήμα τού εγκεφαλικού στελέχους που αποτελεί συνέχεια τού άνω άκρου τού νωτιαίου μυελού, περνά από το ινιακό τρήμα και καταλήγει ενούμενο με τη γέφυρα και το οποίο αποτελείται από φαιά ουσία [κυτταρικά… …

    Dictionary of Greek

  • 66БЛАГО — [греч. τὸ ἀγαθόν, τὸ εὖ, τὸ καλόν; лат. bonum, bonitas], конечный (предельный) предмет стремления человека, движение к к рому не нуждается в дальнейшем обосновании; в богословии одно из Божественных имен (см. Имя Божие). Как философская категория …

    Православная энциклопедия

  • 67Physis — (φύσις) ist ein griechischer, theologischer, philosophischer und wissenschaftlicher Begriff, der in der Regel mit „Natur“ (lat natura), „natürliche Beschaffenheit , Natur , Körperbeschaffenheit übersetzt wird. Inhaltsverzeichnis 1 Ursprung 2… …

    Deutsch Wikipedia

  • 68Jenófanes — Para otros usos de este término, véase Jenófanes (desambiguación). Jenófanes de Colofón Jenóf …

    Wikipedia Español

  • 69ЛОГОС — (греч. logos речь, слово, высказывание, понятие, основание, мера) понятие 1) антич. философии и 2) христианского богословия, обозначающее а) разумный принцип, управляющий миром и б) Бога Сына как Посредника между Богом Отцом и миром. Как филос.… …

    Философская энциклопедия

  • 70διακόσιοι — ιες, ια (AM διακόσιοι, ιαι, ια Α και ιων. τ. διηκόσιοι) αυτοί που συναποτελούν δύο εκατοντάδες αρχ. φρ. «διακοσίαν ίππου» ιππικό αποτελούμενο από διακόσιους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη από το διᾱ (διη στον ιων. τ. διη κόσιοι) που τέθηκε… …

    Dictionary of Greek