φύσις καὶ π

  • 101ФОРМА И МАТЕРИЯ —     ФОРМА И МАТЕРИЯ [греч. eîSoç (Î8ea, μορφή) καὶ νλη, лат. пер. forma et materia], в философии Аристотеля две из четырех «причин», или «принципов» («начал» см. Архе), бытия. Противопоставление формы и материи терминологически создано… …

    Античная философия

  • 102Historia Apollonii regis Tyri — Die Historia Apollonii regis Tyri („Geschichte von Apollonius, dem König von Tyros“) ist ein antiker Roman in lateinischer Sprache, der auf griechische oder lateinische Quellen zurückgeht. Sein Autor ist nicht bekannt, die Datierung fällt in das… …

    Deutsch Wikipedia

  • 103δημιουργώ — ( έω) (ΑΝ) [δημιουργός] 1. κάνω, κατασκευάζω, παράγω κάτι (α. «ἡ φύσις οὐδὲν δημιουργεῑ μάτην», Αριστοτ. β. «δημιούργησε έξοχα έργα» 2. (για τη θεία δύναμη) φέρνω σε ύπαρξη, πλάθω εκ τού μηδενός νεοελλ. 1. γίνομαι αίτιος, προκαλώ κάτι («η γλώσσα… …

    Dictionary of Greek

  • 104επιδεκτικός — ή, ό (AM ἐπιδεκτικός, ή, όν) [επιδέχομαι] αυτός που επιδέχεται κάτι, που μπορεί να δεχθεί κάτι («επιδεκτικός μαθήσεως», «επιδεκτικός θεραπείας, διορθώσεως» κ.λπ.) αρχ. 1. κατάλληλος να έχει κάτι («οὔτε γὰρ ἡ τῆς χώρας φύσις πόλεων ἐπιδεκτικὴ… …

    Dictionary of Greek

  • 105επικοσμώ — ἐπικοσμῶ, έω (Α) 1. διακοσμώ επί πλέον ή κατόπιν («τά τείχεά τε ἐπεκόσμησαν καὶ τὰ ἱρά», Ηρόδ.) 2. γεν. στολίζω, ευτρεπίζω, διακοσμώ 3. (με δοτ.) στολίζω με κάτι («[κέρκον] ἐπεκόσμηκεν ἡ φύσις θριξί», Αριστοτ.) 4. πανηγυρίζω, τιμώ («Δήμητραν θεὰν …

    Dictionary of Greek

  • 106επινέμω — ἐπινέμω (Α) 1. διαμοιράζω 2. απονέμω («ἡ φύσις τὰς πρὸς τὴν σύστασιν ἡμῶν ἀφορμάς ἐπινείμασα», Γρηγ. Νύσσ.) 3. βόσκω κοπάδι σε ξένο βοσκότοπο («ἐάν τις βοσκήματα ἐπινέμῃ, τάς βλάβας ὀρῶντες κρινόντων καὶ τιμώντων», Πλατ.) 4. έχω το δικαίωμα νομής …

    Dictionary of Greek

  • 107μέχριπερ — και μέχρι περ (Α) (σύνδ.) 1. (με οριστ. ή υποτ. με το αν) 1. εφόσον, ενόσω («μέχρι περ ἡ τοῡ θεοῡ φύσις αὐτοῑς ἐξήρκει», Πλάτ.) 2. ωσότου, μέχρι («μέχριπερ ἐξ ἀνθρώπων ἀπήλθεν», Λουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέχρι + περ βεβαιωτικό μόριο] …

    Dictionary of Greek

  • 108μεγεθουργία — μεγεθουργία, ἡ (Α) η επιχείρηση και εκτέλεση μεγάλων έργων («οὐ γὰρ δὴ θνητή γε φύσις οὖσα τοσόνδ ἂν ἤρατο μεγεθουργίας», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *αρχ. μεγεθουργός] …

    Dictionary of Greek

  • 109μιξοφυσίτης — μιξοφυσίτης, ὁ (Μ) (για τον Σεβήρο τον αιρετικό) αυτός που αναμιγνύει τις δύο φύσεις τού Χριστού, τη θεία και την ανθρώπινη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο) τού μίγνυμι* / μείγνυμι + φυσίτης (< φύσις), πρβλ. μονο φυσίτης] …

    Dictionary of Greek

  • 110παρακαταχρώμαι — άομαι, Α μεταχειρίζομαι κάτι για έναν σκοπό («ἡ φύσις παρακαταχρῆται καὶ ἐπὶ τούτων», Αριστοτ.) …

    Dictionary of Greek