-
1 φύση
[фиси] ουσ. Θ. природа, природное свойство, характер, натураΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φύση
-
2 природа
-ы θ.1. η φύση•любить -у αγαπώ τη φύση•
на лене -ы στους κόλπους της φύσης•
мртвая природа νεκρή φύση•
изучать -у μελετώ τη φύση•
законы -ы νόμοι της φύσης.
2. υπόσταση, ουσία.• человеческая природа η ανθρώπινη φύση•природа общественных отношений η φύση των κοινωνικών σχέσεων.
|| χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία, το φυσικό•привычка природа вторая природа η έξη είναι δεύτερη φύση.
3. (απλ.) ράτσα• σόι• καταγωγή•он хорошей -ы αυτός είναι καλής καταγωγής, σοΐλής.
εκφρ.от -ы – από τή φύση, εκ γενετής, γενητάτος•в -е вещей – στη φύση των ίδιων των πραγμάτων•по -е – από φύση, από χαρακτήρα. -
3 натура
-ы θ.1. παλ. βλ. природа (1 σημ.).2. παλ. βασική ιδιότητα, ουσία.3. χαράκτηρας, ήθος ιδιοσυγκρασία, φύση. || ανθρώπινος οργανισμός, ανθρώπινη φύση•крепкая γερός οργανισμός.
4. πραγματικότητα, φύση•в -е таких зверей не бывает στην πραγματικότητα τέτοια θηρία όεν υπάρχουν.
5. (Τέχνη)• η ζωντανή φύση•рисовать с -ы ζωγραφίζω άμεσα από τη φύση.
|| βλ. натуршик, -ца. || (κινημτγ.) φυσικό περιβάλλον.6. είδος, προϊόν (αντί χρημάτων).εκφρ.в -е вещей – βλ. στη λ. природа• вторая натура δεύτερη φύση•привычка – вторая натура – η έξη (συνήθεια) είναι δεύτερη φύση•быть ή стоять на -е – ποζάρω (στο ζωγράφο). -
4 природа
природа ж η φύση ◇ от \природаы, по \природае από τη φύση* * *жη φύση••от приро́ды, по приро́де — από τη φύση
-
5 природа
природ||аж1. ἡ φύση [-ις]:явления \природаы τά φαινόμενα τής φύσης· на ло́не \природаы στήν ὕπαιθρο·2. (сущи'ость, характер) ἡ φύση, τό φυσικό:по \природае, от \природаы ἀπ· τή φύση, ἐκ φύσεως· это в \природае вещей εἶναι στή φύση τών ἰδιων τῶν πραγμάτων. -
6 природа
1. (окружающий мир, Земля органический и неорганический мир совокупность естественных условий на Земле) η φύση 2. (местность вне городских поселений) η εξοχή 3. (сущность, основное свойство, качество, натура, характер) о χαρακτήρας, το φυσικό, η φύση, η υπόσταση, η ιδιοσυγκρασία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > природа
-
7 натюрморт
-
8 натура
нату́р||аж1. ἡ φύση [-ις], ὁ χαράκτηρας:он по \натурае очень добрый εἶναι ἐκ φύσεως πολύ καλός ἀνθρωπος· э́то стало У него́ второй \натураой τοῦ ἔγινε δευτέρα φύσις· пылкая \натура ὁ φλογερός χαρακτήρας·2. иск. ἡ φύση [-ις]:писать (рисовать) с \натураы ζωγραφίζω ἐκ τοῦ φυσικοῦ· ◊ платить \натураой πληρώνω σέ είδος, -
9 характер
-а α.1. χαρακτήρας•мягкий характер μαλακός χαρακτήρας•
крутой характер απότομος χαρακτήρας•
угрюмный характер σκυθρωπός χαρακτήρας•
неуживчивый характер δύστροπος χαρακτήρας•
сильный -ισχυρός χαρακτήρας•
тврдый характер σταθερός χαρακτήρας•
не сойтись -ами δεν ταιριάζουν οι χαρακτήρες μας•
два противоположные -а δυο αντίθετοι χαρακτήρες•
тяжлый характер βαρύς χαρα-κτήρρας•
дурной характер κακός χαρακτήρας, παλιο-χακτήρας.
|| ισχυρή θέληση•человек с -ом άνθρωπος με ισχυρό χαρακτήρα•
человек без -а άνθρωπος άβουλος.
2. μορφή, όψη• ιδιότητα, φύση•характер почвы η φύση του εδάφους•
местность меняет характер η τοποθεσία αλλάζει όψη•
в -е чьем είναι το φυσικό του.
-
10 естествознание
η φυσιογνωσία, οι επιστήμες σχετικές με την φύση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > естествознание
-
11 круговорот
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > круговорот
-
12 натюрморт
(жив.) η νεκρή φύση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > натюрморт
-
13 порядок
1. (размещение, расположение по какому-л. признаку) η διάταξη, η τάξη, η σειρά 2. (последовательный ход чего-л.) η σειρά, η διαδικασία алфавитный - αλφαβητική - 3. (числовая характеристика кривой, уравнения и т.п.) η τάξη. - дифференциального уравнения - της διαφορικής εξίσωσης- числа (вчт.мат.) - του αριθμού4. (состояние налаженности, благоустройства, систематичности и т.п.) η τάξη, η διευθέτηση, η τακτοποίηση 5. (уста-новленная организация, систематичность) η διαδικασία, ο τρόπος, η τάξη 6. (система общественного устройства, строй) το καθεστώς 7. (способ, метод, правила, по которым совершается что-л.) о τρόπος, о κανονισμός, η μέθοδος, οι κανόνες 8. (свойство, качество, характер) η τάξη, η φύση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > порядок
-
14 характер
1. (вид, облик, качество) о χαρακτήρας 2(совокупность основных устойчивых свойств) о χαρακτήραςη φύσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > характер
-
15 наделить
наделитьсов, наделять несов ἀπονέμω, παρέχω, δίνω, παραχωρώ / διανέμω (при разделе)/ προικίζω, χαρίζω (одарить):природа наделила его́ способностями ἡ φύση τόν ἐπροίκισε μέ Ικανότητες. -
16 неестественность
неестественн||остьж τό ἀφύσικο[ν], τό παρά φύση [-ιν] / ἡ προσποίηση [-ις], ἡ ἐπι-τήδευση [-ις] (искусственность). -
17 неестественный
неестественн||ыйприл ἀφύσικος, παρά φύση [-ιν]/ ἐπιτηδευμένος, προσποιητός, βεβιασμένος (искусственный)/ ἀσυνήθης (необычный):\неестественныйая улыбка τό προσποιητό χαμόγελο· \неестественныйая смерть ὁ βίαιος θάνατος1 \неестественныйой величины ἀσυνήθους μεγέθους. -
18 неживой
нежив||ойприл1. (мертвый) νεκρός, πεθαμένος·2. (неодушевленный) ἄψυχος:\неживойая природа ἡ ἄψυχη φύση·3. (вялый) νωθρός / ἀπαθής (апатичный). -
19 обидеть
оби́де||тьсов см. обижать· природа не \обидетьла его здоровьем ἡ φύση δέν τόν ἀδίκησε σέ ὑγεία. -
20 одарить
одаритьсов, одарять несов1. (подарками) δωρίζω, γεμίζω δῶρα / μοιράζω δῶρα (многих):\одарить детей игру́шками δωρίζω παιχνιδάκια στά παιδιά·2. (качествами и т. ἡ.) προικίζω:природа одарила его́ редкими способностями ἡ φύση τόν ἐπροίκισε μέ σπάνια προτερήματα
См. также в других словарях:
φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… … Dictionary of Greek
φύση — η 1. η υπόσταση όντος (έμψυχο ή άψυχο), η φυσική του κατάσταση και μορφή, η κύρια ιδιότητά του: Η θεϊκή φύση του Χριστού. 2. η ιδιοσυστασία ενός πράγματος, ο χαρακτήρας του, ό,τι έμφυτα έχει, ο εσωτερικός του κόσμος, το φυσικό του, το ήθος, το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φυσῇ — φῡσῇ , φύω bring forth fut ind mid 2nd sg (doric) φύζω fut ind mid 2nd sg (doric) φῡσῇ , φυσάω blow pres subj mp 2nd sg (doric) φῡσῇ , φυσάω blow pres ind mp 2nd sg (doric) φῡσῇ , φυσάω blow pres subj act 3rd sg (doric) φῡσῇ , φυσάω blow… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύση — φύσις origin fem nom/voc/acc dual (attic doric aeolic) φύ̱ση , φυσάω blow pres imperat act 2nd sg (doric) φύ̱ση , φυσάω blow pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) φύ̱ση , φυσάω blow imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύσῃ — φύσηι , φύσις origin fem dat sg (epic) φύ̱σῃ , φύω bring forth aor part act fem dat sg (attic epic ionic) φύ̱σῃ , φύω bring forth aor subj mid 2nd sg φύ̱σῃ , φύω bring forth aor subj act 3rd sg φύ̱σῃ , φύω bring forth fut ind mid 2nd sg φύζω aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρή φύση — Ζωγραφικό είδος που ασχολείται με την απεικόνιση άψυχων πραγμάτων δηλαδή με άνθη, καρπούς, κυνήγι, φαγητά, όργανα, εργαλεία κ.ά. Η ν. φ. ανάγεται στην κλασική αρχαιότητα, η οποία όμως αν και δημιούργησε λαμπρά δείγματα του είδους αυτού, τη… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ — (Schel ling). Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρ τεμπεργκ 1775 Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854). Μαζί με το Φίχτε και το Χέγγελ, αποτελούν τη μεγάλη τριάδα του νεώτερου ιδεαλισμού. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο του Τύμπινγκεν,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek