φύλ-
1Φῦλ' — Φυλά̱ , Φυλή a race fem nom/voc/acc dual Φυλά̱ , Φυλή a race fem nom/voc sg (doric aeolic) Φυλαί , Φυλή a race fem nom/voc pl …
2φῦλ' — φῦλα , φῦλον race neut nom/voc/acc pl …
3-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …
4Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …
5Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …
6ЛИТУРГИЯ — • Λειτουργία, в Афинах, к государственным повинностям, падавшим преимущественно на богатых граждан, относились так называемые Л., личные услуги государству, состоявшие в том, что богатые граждане на свой счет удовлетворяли некоторым… …
7Karamagara-Brücke — 38.92496111111138.658486111111 Koordinaten: 38° 55′ 29,9″ N, 38° 39′ 30,6″ O BWf1 …
8εύαρχος — εὔαρχος, ον (Α) 1. αυτός που κυβερνά καλά 2. αυτός που κυβερνάται εύκολα 3. αυτός που αρχίζει καλά («εὔαρχος λόγος», Λουκιαν.) 4. (για τον πρώτο αγοραστή στην αγορά) αυτός που κάνει καλή αρχή, καλό «σεφτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ «καλώς» + αρχος (<… …
9καίνυμαι — (Α) 1. υπερτερώ, υπερέχω (α. «ἐκαίνυτο φῡλ ἀνθρώπων νῆα κυβερνῆσαι» ήταν ο ανώτερος απ όλους τους ανθρώπους στο να κυβερνήσει πλοίο, Ομ. Οδ. β. «ἥ ῥα γυναικῶν φῡλον ἐκαίνυτο... εἴδεΐ τε μεγέθει τε» που ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στη μορφή και… …
10κλήραρχος — κλήραρχος, ὁ (Μ) ο προϊστάμενος κλήρου, δηλ. διοικητικής περιφέρειας, διαμερίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δήμ αρχος, φύλ αρχος] …
- 1
- 2