φύγαδε

  • 1φύγαδε — to flight indeclform (adverb) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2φύγαδε — Α επίρρ. σε κατάσταση φυγής («φύγαδ ἔτραπε... ἵππους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φύγα, αιτ. της λ. φύξ, φυγός «φυγή» + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. κρήνην δε), βλ. και λ. φύξ] …

    Dictionary of Greek

  • 3φυγάδε — φυγάς one who flees masc/fem nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4φύγαδ' — φύγαδε , φύγαδε to flight indeclform (adverb) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5φυγάδις — Α επίρρ. φύγαδε*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού επιρρ. φύγαδε, κατά τα επιρρ. σε άδις (πρβλ. μιγ άδις, χαμ άδις)] …

    Dictionary of Greek

  • 6μνώμαι — μνώμαι, άομαι (Α) 1. σκέπτομαι κάτι, συλλογίζομαι κάποιον («μνώοντ ὀλοοῑο φόβοιο», Ομ. Ιλ.) 2. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι («οἱ δ ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος;», Ομ. Ιλ.) 3. επιδιώκω να κερδίσω την αγάπη γυναίκας 4. ζητώ γυναίκα σε γάμο 5.… …

    Dictionary of Greek

  • 7φύγδα — Α επίρρ. φύγαδε*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας τού ρ. φεύγω* (πρβλ. αόρ. β ἔ φυγ ον) + επιρρμ. κατάλ. δα (πρβλ. μίγ δα)] …

    Dictionary of Greek

  • 8φύξ — Α υποθ. τ. ονομ. τού επιρρ. φύγαδε*.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύξ (< *φυγ ς) αποτελεί ριζικό όν. σχηματισμένο από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. φεύγω* και χρησιμοποιείται ως δηλωτικό τού δράστη τής ενέργειας στα σύνθ. σε φυξ (πρβλ. πρό φυξ, πρόσ …

    Dictionary of Greek

  • 9όσσα — I Παράκτιο όρος της ανατολικής Θεσσαλίας, συνέχεια στα Ν του Όλυμπου, από τον οποίο το χωρίζει η διαβρωσιγενής κοιλάδα των Τεμπών, που τη διαρρέει ο Πηνειός. Είναι επίσης γνωστό ως Κίσσαβος. Μια εγκάρσια κοιλάδα χωρίζει την Ό. σε δύο μέρη: στο… …

    Dictionary of Greek

  • 10φυγάδ' — φυγάδα , φυγάς one who flees masc/fem acc sg φυγάδι , φυγάς one who flees masc/fem dat sg φυγάδε , φυγάς one who flees masc/fem nom/voc/acc dual …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)