φόρμιγγος κῆλα καὶ δαιμόνων ϑέλγει φρένας

  • 1κήλον — κῆλον, τὸ (Α) 1. το ξύλο, το στέλεχος τού βέλους 2. το βέλος («ἐννῆμαρ μὲν ἀνὰ στρατὸν ὤχετο κῆλα θεοῑο», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «κῆλα νεῶν» α) ξύλα, ξυλεία για κατασκευή πλοίων β) συνεκδ. τα πλοία 4. μτφ. «φόρμιγγος κῆλα» τα ξύλα τής φόρμιγγας, η… …

    Dictionary of Greek