φόρας
1φοράς — φορά̱ς , φορά an act fem acc pl φοράς fruitful fem nom sg …
2φορᾶς — φορά an act fem gen sg (attic doric aeolic) φορεύς bearer masc acc pl (ionic) …
3φοράδα — φοράς fruitful fem acc sg …
4φοράδας — φοράς fruitful fem acc pl …
5φοράδες — φοράς fruitful fem nom/voc pl …
6φοράδι — φοράς fruitful fem dat sg …
7φοράδος — φοράς fruitful fem gen sg …
8φοράδων — φοράς fruitful fem gen pl …
9Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …
10φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς …