φόρας
51Μάρθας, Τάκης — (Λαύριο 1905 – Αθήνα 1965). Αρχιτέκτονας, ζωγράφος και καθηγητής της Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσοβίο Πολυτεχνείο. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ και αμέσως μετά την αποφοίτησή του (1930) διορίστηκε επιμελητής της έδρας της παραστατικής και… …
52ρεύματα θαλάσσια — Συνεχείς και με σταθερή διεύθυνση μετατοπίσεις μαζών νερού στους ωκεανούς· μπορούν να είναι οριζόντιες κινήσεις (είτε στην επιφάνεια είτε σε βάθος) ή κάθετες (με ανυψώσεις και καταβυθίσεις των μαζών νερού) και να παρουσιάζουν διεύθυνση, πλάτος,… …
53γαλβανόμετρο — το (φυσ.), όργανο που χρησιμοποιείται στη μέτρηση της έντασης και της φοράς του ηλεκτρικού ρεύματος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
54κάψωμα — το ατος, το αίσθημα της υπερβολικής ζεστής: Δεν αισθάνεσαι καθόλου κάψωμα που φοράς χοντρά ρούχα τώρα το καλοκαίρι; …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
55παράταιρος — η, ο ασύμφωνος, αταίριαστος, ανόμοιος, διαφορετικός: Φοράς μανικετόκουμπα παράταιρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
56στραβοπατώ — στραβοπάτησα, στραβοπατήθηκα, στραβοπατημένος 1. αμτβ., πατώ στραβά, παραπατώ: Μ αυτά τα τακούνια που φοράς θαστραβοπατήσεις. 2. «Στραβοπατώ τα παπούτσια», κατά το βάδισμα τα πιέζω στο ένα μέρος έτσι που τελικά στραβώνουν. 3. μτφ., κάνω σφάλμα:… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
57φορά — φορά̱ , φορά an act fem nom/voc/acc dual φορά̱ , φορά an act fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φοράς fruitful fem voc sg φορός bearing neut nom/voc/acc pl …