φόρας

  • 41υστέρηση — Καθυστέρηση εκδήλωσης της μεταβολής ενός φαινόμενου σε σχέση προς τη μεταβολή του αίτιου που το παράγει. Η μεταβολή αυτή εξαρτάται από τις προηγούμενες μεταβολές που πέρασε το υπό εξέταση υλικό. Εξαιτίας της υ. σε διαφορετικές μεταβολές του… …

    Dictionary of Greek

  • 42φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… …

    Dictionary of Greek

  • 43φθορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φθορή Α 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φθείρω, βαθμιαία καταστροφή, βαθμιαίος αφανισμός 2. απώλεια, βλάβη, ζημιά (α. «ο στρατός μας προξένησε μεγάλη φθορά στους εχθρούς» β. «ἐκφορίου ἀρταβῶν Χ ἀνυπολόγου πάσης φθορᾱς»,… …

    Dictionary of Greek

  • 44φοράδα — η / φοράς, άδος, ΝΜΑ το θηλυκό άλογο, η φορβάδα νεοελλ. μτφ. (ειρωνικά) μεγαλόσωμη γυναίκα αρχ. 1. εύφορη, γόνιμη 2. μερική πληρωμή, δόση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρω + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. στιβ άς)] …

    Dictionary of Greek

  • 45Απένινα — (Apennino). Οροσειρά που αποτελεί τη σπονδυλική στήλη και το κυριότερο γεωμορφολογικό στοιχείο της Ιταλικής χερσονήσου. Τα Α. σχηματίζουν ένα μεγάλο τόξο κυρτό στα Α και έχουν μήκος 1.350 χλμ., ενώ το πλάτος τους κυμαίνεται από 40 έως 120 χλμ. Τα …

    Dictionary of Greek

  • 46αστρικοί πληθυσμοί — Σύμφωνα με την άποψη του αστρονόμου Μπάαντε, υπάρχουν δύο είδη αστέρων και γενικότερα δύο είδη ουρανίων σωμάτων: οι α.π. Ι και ΙΙ. Ο α.π. I αποτελείται από αστέρες που βρίσκονται κοντά στο γαλαξιακό επίπεδο και των οποίων οι ταχύτητες περιστροφής …

    Dictionary of Greek

  • 47ημιανόρθωση — Ανόρθωση εναλλασσόμενων ρευμάτων, με την οποία λαμβάνεται μόνο η μία εναλλαγή τους. Σε μία απλή ανορθωτική διάταξη, που αποτελείται από μετασχηματιστή και βαλβίδα (κρυσταλλοδίοδος, ξηρός ανορθωτής, δίοδος, ηλεκτρονική λυχνία κ.ά.) αν συνδεθεί το… …

    Dictionary of Greek

  • 48ιχνηθέτηση ατόμων — Μέθοδος με την οποία οι βιολόγοι και οι οικολόγοι διεξάγουν μετρήσεις και μελέτες οικολογικού και ηθολογικού ενδιαφέροντος σε άτομα και πληθυσμούς. Η μέθοδος αυτή συνίσταται στη σύλληψη ενός αριθμού ατόμων, στην ιχνηθέτησή τους με κάποιο τρόπο (π …

    Dictionary of Greek

  • 49κεκλιμένο επίπεδο — Απλή μηχανή, που αποτελείται από ένα σταθερό επίπεδο, που σχηματίζει οξεία γωνία με μια οριζόντια επιφάνεια. Ένα σώμα τοποθετημένο πάνω στο κ.ε. κινείται από τη δράση της συνιστώσας του βάρους που είναι παράλληλη προς αυτό το επίπεδο ενώ η κάθετη …

    Dictionary of Greek

  • 50κινητική, χημική — Κλάδος της χημείας που μελετά την ταχύτητα των χημικών αντιδράσεων και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Για τη μελέτη των χημικών αντιδράσεων, με βάση την κινητική θεωρία, θεωρείται ότι όλες λαμβάνουν χώρα μόνο προς μία φορά (μη αντιστρεπτές) …

    Dictionary of Greek