φόρας
31κώλυμα — το (AM κώλυμα) [κωλύω] εμπόδιο, πρόσκομμα (α. «προέκυψε σοβαρό κώλυμα στη διεκπεραίωση τής υπόθεσης» β. «ἀγαθοῡ γὰρ ἰδέα οὖσα τὸ δέον φαίνεται δεσμὸς εἶναι καὶ κώλυμα φορᾱς», Πλάτ.) αρχ. άμυνα, προφύλαξη («ἀντεμηχανήσαντό τε σβεστήρια κωλύματα»,… …
32μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …
33μπόλιασμα — (Βοτ.). Πρακτική φυτοτεχνική μέθοδος, με την οποία γίνεται η μεταμόσχευση ενός ματιού ή τμήματος μικρού κλαδιού από ένα φυτό, του οποίου επιδιώκεται να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά, σ’ ένα άλλο, ιδιαίτερα εύρωστο, που ονομάζεται υποκείμενο. Το μ …
34νούμερο — το (Μ νούμερο και νούμερον) αριθμός νεοελλ. 1. (για ενδύματα και υποδήματα) μέγεθος («τί νούμερο παπούτσι φοράς;») 2. αυτοτελής σκηνή σε επιθεώρηση, σε θέατρο ή σε νυκτερινό κέντρο διασκέδασης 3. οι ηθοποιοί που εκτελούν τις παραπάνω σκηνές 4.… …
35οράδιον — τὸ, ΜΑ, και φοράδιν Μ [φοράς, άδος] υποκορ. μικρή φοράδα …
36πέδηση — η / πέδησις ΝΜ [πεδῶ] (για πρόσ. και ζώα) δέσιμο τών ποδιών για παρεμπόδιση τών κινήσεων νεοελλ. 1. τεχνολ. επιβράδυνση ή σταμάτημα τής κίνησης τροχοφόρου με μηχανική πέδη, η οποία συνίσταται στη δημιουργία αντιδρώντος ζεύγους δυνάμεων,… …
37πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… …
38στάσιμος — η, ο / στάσιμος, ον ΝΜΑ [στάσις] 1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν) χορικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη… …
39συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …
40τρίψις — ίψεως, ἡ, Α [τρίβω] 1. η ενέργεια τού τρίβω, τριβή, τρίψιμο («πῡρ..., γεννᾱται ἐκ φορὰς καὶ τρίψεως», Πλάτ.) 2. μάλαξη («τὴν ἄλλην περὶ τὸ σῶμα θεραπείαν ἀκριβὴς καὶ περιττός, ὥστε και τρίψεσι... χρῆσθαι», Πλούτ.) 3. η αντίσταση την οποία παρέχει …