φόρας

  • 21плодьствиѥ — ПЛОДЬСТВИ|Ѥ (2*), ˫А с. Приношение в дар, дарование. Образн.: донелѣже врѣмѧ. житиѥ да ѡбновлѧѥть ти сѧ… древьнѧ˫а прѣидоша и быша вьсѧ нова. се праздьникѹ плодьствиѥ. добрыимъ прѣмѣнѥниѥмь. премѣн˫а˫асѧ. тако понавл˫аѥтьс˫а чловѣкъ. Стих… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • 22NAUCRARI — Graece Ναυκράροι, vel ut alii, Nauclari, Ναυκλάροι, Athenis a Solone, vel etiam ante in stituti, ut Aristoteles testatur de Rep. Athen. eandem potestatem habuêre, quam postea Demarchi, quos Clisthenes instituit. harpocration in Lexico, School.… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 23OSCHOPHORIA — festa Atheniensium, hanc ob causam instituta. Athenienses ob caedem Androgeo, Cretensibus ad 9. Ann. poenae causâ 7. adolescentes, totidemque puellas, oraculi iussu, pendere cogebantur. Cumque tertia pensio iam exigeretur, Theseus cum reliquis… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 24TELCHINES — popul. Rhodi insulae, eo ex Creta profecti (unde Rhodus Telchinia dicta) Ialysum urbem incolentes. Ovid. Met. l. 7. v. 365. Ialysios Telchinas, Quorum oculos ipso mutantes omnia visu Iuppiter exosus fraternis subdidit undis. Malefici siquidem… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 25αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …

    Dictionary of Greek

  • 26αλτήρας — Όργανο κατασκευασμένο από λίθο, μολύβι ή σίδερο. Το χρησιμοποιούσαν οι αθλητές στην αρχαιότητα για την απόκτηση φόρας στο άλμα. Στην σημερινή εποχή α. είναι όργανο γυμναστικής των χεριών που αποτελείται από δύο βάρη, τα οποία συνδέονται μεταξύ… …

    Dictionary of Greek

  • 27επιέννυμι — ἐπιέννυμι (Α) 1. ρίχνω ένδυμα πάνω σε κάποιον («χλαῖναν δ’ ἐπιέσσαμεν ἡμεῖς», Ομ. Οδ.) 2. μέσ. ντύνομαι 3. φρ. α) «ἐπιέννυμαι γῆν» ντύνομαι το χώμα, πεθαίνω β) «ἀναιδείην ἐπιειμένε» που φοράς την αναίδεια σαν ρούχο σου, αδιάντροπε. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 28ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… …

    Dictionary of Greek

  • 29ισομέρεια — Φαινόμενο κατά το οποίο δύο ενώσεις, παρότι έχουν τον ίδιο γενικό χημικό τύπο, διαφέρουν ως προς τις χημικές και φυσικές τους ιδιότητες. Αυτό εξηγείται εύκολα αν λάβουμε υπόψη ότι ο γενικός χημικός τύπος δίνει μόνο μια ποιοτική και ποσοτική… …

    Dictionary of Greek

  • 30καλαματιανός — Ελληνικός χορός, ίσως ο δημοφιλέστερος, πιθανόν εξαιτίας του κεφάτου ρυθμού και των απλών βημάτων του. Αρχικά ο κ. αποτελούσε τον δεύτερο τύπο ενός επίσης πολύ δημοφιλούς ελληνικού χορού, του συρτού. Ο πρώτος συρτός ακολουθούσε το μέτρο των 8/8… …

    Dictionary of Greek