φόνον γε μητρὸς ἐξαρτύσομαι

  • 1εξαρτύω — (Α ἐξαρτύω) [αρτύω] ετοιμάζω, συγυρίζω κάτι («χώρει δ ἐς δόμους, ὅσον τάχος καὶ τάνδον ἐξάρτυε», Ευρ.) αρχ. μέσ. 1. συμπληρώνω τα εφόδιά μου, προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι με κάτι ή ως προς κάτι («ναυτικά τε ἐξηρτύετο ἡ Ἑλλάς», Θουκ.) 2. προετοιμάζω …

    Dictionary of Greek