Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

φόβος

  • 1 φόβος

    [фовос] ουσ. а. страх, боязнь.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φόβος

  • 2 страх

    -а (-у) α.
    ο φόβος, το δέος•

    наказания ο φόβος της τιμωρίας•

    страх смерти ο φόβος του θανάτου•

    дрожить от -а τρέμω από φόβο•

    наводить страх εμβάλλω φόβο, εμφοβώ•

    вне-залный страх ξαφνικός φόβος.

    || ως κατηγ. είναι φοβερό. || ως επίρ. σφόδρα, πάρα πολύ• δυνατά.
    εκφρ.
    в -е держать – κρατώ με το φόβο•
    в -е воспитать – διαπαιδαγωγώ με το φόβο•
    на свой страх (и риск); за свой страх (и риск) – υπ ευθύνη μου•
    под -ом – κάτω από το φόβο.

    Большой русско-греческий словарь > страх

  • 3 страх

    страх
    м ὁ φόβος, ὁ τρόμος:
    смертельный \страх ὁ θανάσιμος φόβος· охваченный \страхом κατατρομαγμένος, καταφο-βισμένος· из \страха ἀπό φόβο· ◊ на свой \страх и риск παίρνοντας ὁλόκληρη τήν εὐθύνη· у \страха глаза велики погов. ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τά πράγματα.

    Русско-новогреческий словарь > страх

  • 4 боязнь

    боязнь ж ο φόβος, ο τρόμος из \боязньи από φόβο
    * * *
    ж
    ο φόβος, ο τρόμος

    из боя́зни — από φόβο

    Русско-греческий словарь > боязнь

  • 5 испуг

    испуг м η τρομάρα, ο φόβος
    * * *
    м
    η τρομάρα, ο φόβος

    Русско-греческий словарь > испуг

  • 6 опасение

    опасение с о φόβος* η υπόψία (подозрение)
    * * *
    с
    ο φόβος; η υποψία ( подозрение)

    Русско-греческий словарь > опасение

  • 7 страх

    страх м о φόβος, ο τρόμος
    * * *
    м
    ο φόβος, ο τρόμος

    Русско-греческий словарь > страх

  • 8 боязно

    ως κατηγ.
    είναι, (υπάρχει) φόβος•

    одному идти боязно μόνος να πάει, κανένας είναι, φόβος.

    Большой русско-греческий словарь > боязно

  • 9 тревога

    θ.
    1. φόβος, ανησυχία, ταραχή, άγχος• αδημονία•

    тревога за будущее ανησυχία για το μέλλον•

    маму охватила какая-то тревога τη μάνα την κυρίευσε κάποιος φόβος.

    || θόρυβος, ταραχή, φασαρία•

    что за тревога на улице? τι φασαρία γίνεται έξω;

    2. συναγερμός•

    сигналтревогаи σύνθημα συναγερμού•

    ударить -у σημαίνω συναγερμό•

    отбой -и παύση του συναγερμού•

    в случае -и σε περίπτωση συναγερμού.

    εκφρ.
    бить -у – κρούω τον κώδωνα του κινδύνου (επισημαίνω επερχόμενο κακό ή κακές συνέπειες).

    Большой русско-греческий словарь > тревога

  • 10 ужас

    α.
    1. φόβος, τρόμος, τρομάρα,φρίκη•

    внушать ужас εμπνέω φόβο•

    сотрогаться от -а τρέμω (ριγώ) από το φόβο•

    какой -! τι φρίκη!•

    привести (приводить) в — καταφοβίζω, καταπτοώ• τρομάζω•

    его объял (охватил) τον κυρίευσε φόβος και τρόμος.

    || φρικαλεότητα•

    -ы войны οι φρ ικαλεότητες του πολέμου•

    рассказывать -ы διηγούμαι φρικαλεότητες.

    2. ως κατηγ, είναι καταπληκτικά, εξαιρετικά•

    ужас как вкусно είναι κατανόστιμος, γευ-στότατος.

    3. επίρ. άκρως, πάρα πολύ, υπέρμετρα, υπερβολικά, φοβερά•

    ужас далеко πάρα πολύ μακριά•

    ужас плохо πάρα πολύ άσχημα•

    ужас хорошо κάλλιστα, άριστα, περίλαμπρα, περίφημα•

    он ужас милый человек είναι υπέρχαριτωμένος άνθρωπος•

    ужас как холодно κρύο-φρίκη.

    εκφρ.
    до -а – άκρως κλπ. επίρ. βλ. 3 σημ.• ужас что такое βλ. 2 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > ужас

  • 11 охватить

    = охватывать
    2) ( о чувствах) κυριεύω

    меня́ охвати́тьл страх — με 'πιάσε ο φόβος

    Русско-греческий словарь > охватить

  • 12 боязнь

    боя́зн||ь
    ж ὁ φόβος:
    из \боязньи ἀπό φόβο, ἐκ φόβου.

    Русско-новогреческий словарь > боязнь

  • 13 великий

    велик||ий
    прил
    1. μέγας, μεγάλος:
    \великийне державы οἱ μεγάλες δυνάμεις· \великийие люди οἱ μεγάλοι ἄνδρες· Великая Октябрьская социалистическая революция ἡ Μεγάλη 'Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Έπανάσταση [-ις]· к \великийому удивлению προς μεγάλη (μου) Εκπληξη·
    2. (т.к. краткая форма \великий слишком большой) μεγάλος:
    сапоги́ \великийи́ οἱ μπόττες (или τά ὑποδήματα) μοῦ εἶναι μεγάλες (или μεγάλα) · ◊ у страха глаза \великийй ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τόν κίνδυνο· от мала до \великийа μικροί καί μεγάλοι, ὅλοι ἀνεξαιρέτως.

    Русско-новогреческий словарь > великий

  • 14 глаз

    глаз
    м τό μάτι, ὁ ὁφθαλμός, τό ὅμμα/ τά μάτια, ἡ ὅραση [-ις] (зрение):
    хорошие (плохие) \глаза καλή (κακή) δράση· запавшие \глаза τά κομμένα μάτια· болезнь \глаз ἡ ὀφθαλμία, ὁ πονόματος· иметь верный \глаз ἔχω καλό μάτι· ◊ ради прекрасных \глаз γιά τά ὠραΐα μάτια· для отвода \глаз γιά τά μάτια τοῦ κόσμου· и а \глаз (приблизительно) μέ τό μάτι, περίπου, κατά προσέγγισιν своими \глазами μέ τά ἰδια μου τά μάτια. Ιδίοις δμμασι· на \глазах (у) кого́-л. μπροστά στά μάτια (κάποιου)· это бросается в \глаза χτυπᾶ στά μάτια, εἶναι ἐξόφθαλμο· я его́ в \глаза никогда не видел δέν τόν είδα ποτέ ἀπό κοντά· у нее \глаза всегда на мокром месте κλαίγει κάθε λίγο καί λιγάκι· не попадайся мне больше на \глаза νά μήν σέ ξαναδούν τά μάτια μου, νά μήν σέ ξαναδώ μπροστά μου· уходи с глаз долой! νά μή σέ ίδοῦν τά μάτια μου!, χάσου ἀπό μπροστά μου!· говорить в \глаза (ό)μιλω ἀνοιχτά, κατά πρόσωπον говорить за \глаза́ μιλῶ ἐν ἀπουσία κάποιου (или ἀπό πίσω του)· закрывать \глаза на что́-л. κάνω πώς δέ βλέπω· с закрытыми \глазами μέ κλειστά τά μάτια, τυφλοίς ὅμμασι· идти́ куда́ \глаза́ глядят παίρνω τά μάτια μου καί φεύγω, παίρνω τῶν ὀμματιῶν μου· открывать кому́-л. \глаза на что́-л. ἀνοιγω κάποιου τά μάτια· с \глазу на \глаз ίδιαιτέρως, κατά μόνας· смотреть во все \глаза ἔχω τά μάτια μου δεκατέσσερα· смеяться в \глаза κοροϊδεύω κατάμουτρα· не в бровь, а в \глаз погов. πετυχαίνω στό ψαχνό· с глаз доло́й \глаз из сердца вон погов. μάτια πού δέν βλέπονται γρήγορα λησμονιοῦνται. (своим) \глазам не верю δέν πιστεύω στά μάτια μου· не спускать \глаз с кого-л. (с чего́-л.) а) δέν χορταίνω νά βλέπω любоваться), б) παρακολουθώ ἀδιάκοπα не выпускать из виду)· у семи нянек дитя без \глазу погов. ὅπου λαλοῦν πολλοί πετεινοί, ἀργεῖ νά ξημερώσει· не смыкая \глаз ἀγρυπνα· у страха \глаза велики́ погов. е£ ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τόν κίνδυνο· хоть \глаз выколи δέν βλέπω τή μύτη μου· правда \глаза колет погов. ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρή.

    Русско-новогреческий словарь > глаз

  • 15 животный

    живо́тн||ый
    прил
    1. ζωικός:
    \животныйый мир τό ζωϊκό βασίλειο·
    2. перен (грубый, низменный) κτηνώδης, ζωώδης:
    \животныйый инстинкт τό ζωώδες (или τό κτηνώδες) ἐνστικτο· \животныйый страх ὁ ζωώδης φόβος.

    Русско-новогреческий словарь > животный

  • 16 забирать

    забира||ть
    несов
    1. (брать) παίρνω:
    \забирать у кого́-л. τοῦ παίρνω· \забирать с собой παίρνω μαζί μου·
    2. (овладевать) πιάνω, καταλαμβάνω:
    меня \забиратьет страх μέ πιάνει φόβος·
    3. (при шитье) μαζεύω· ◊ \забирать в голову μοῦ κολλᾶ στό μυαλό ἡ Ιδέα.

    Русско-новогреческий словарь > забирать

  • 17 испуг

    испуг
    м ὁ φόβος, ὁ τρόμος.

    Русско-новогреческий словарь > испуг

  • 18 опасаться

    опас||аться
    несов
    1. φοβοῦμαι:
    можно \опасаться, что... ὑπόρχει φόβος, πώς...·
    2. (избегать) ἀποφεύγω.

    Русско-новогреческий словарь > опасаться

  • 19 опасение

    опас||ение
    с ὁ φόβος:
    иметь \опасениеення φοβούμαι μήπως· смотреть с \опасениеением βλέπω κάτι μέ φόβο· вызывать \опасениеения προξενώ ἀνησυχία.

    Русско-новогреческий словарь > опасение

  • 20 охватить

    охватить
    сов, охватывать несов
    1. ἀγκαλιάζω, πιάνω·
    2. (о страхе, тоске и т. п.) καταλαμβάνω, κυριεύω, πιάνω:
    его охватил страх τόν ἔπιασε (или τόν κυρίευσε) φόβος· 3.· (взором, умом и т. п.) ἀγκαλιάζω·
    4. (вовлекать) разг συμπεριλαμβάνω·
    5. воен. ὑπεοφόλαγγίζω.

    Русско-новогреческий словарь > охватить

См. также в других словарях:

  • Φόβος — panic flight masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβος — panic flight masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Άρη και της Αφροδίτης, αδελφός του Δείμου, με τον οποίο πάντα εμφανίζεται ως προσωποποίηση του τρόμου. Πολεμούσαν στο πλευρό του Άρη, ως συνοδοί και υπηρέτες του. Κοντά στο αρχείο των εφόρων, οι Σπαρτιάτες είχαν… …   Dictionary of Greek

  • φόβος — ο 1. το συναίσθημα του κινδύνου, συναίσθημα ανησυχίας εξαιτίας κινδύνου, δέος, τρόμος, τρομάρα, πανικός: Ο σεισμός προκαλεί φόβο. 2. ως κύρ. όν., Φόβος ο ένας από τους δύο δορυφόρους του πλανήτη Άρη, αυτός που είναι και ο πιο κοντινός σ αυτόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φόβος πάνικος. — φόβος πάνικος. См. Паника …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • -φόβος — ΝΑ βλ. φοβία …   Dictionary of Greek

  • Φόβω — Φόβος panic flight masc nom/voc/acc dual Φόβος panic flight masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβω — φόβος panic flight masc nom/voc/acc dual φόβος panic flight masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ФОБОС —    • Φόβος,          см. Άρης, Арес …   Реальный словарь классических древностей

  • Φόβοι — Φόβος panic flight masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόβοι — φόβος panic flight masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»