φόβος

  • 31δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… …

    Dictionary of Greek

  • 32Liste griechischer Phrasen/Delta — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά …

    Deutsch Wikipedia

  • 33-φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… …

    Dictionary of Greek

  • 34δεισιδαιμονία — Ο φόβος προς τους δαίμονες (θεούς), η θεοσέβεια· ο φόβος για τις υπερφυσικές δυνάμεις· ο φόβος για τα πονηρά δαιμόνια. Η ύπαρξη δ. είναι συνυφασμένη κυρίως με τις πρώτες φάσεις της ιστορικής διαδρομής του ανθρώπου. Ανάγεται στη συναίσθηση της… …

    Dictionary of Greek

  • 35θεόφοβος — (; – 842). Βυζαντινός στρατηγός που έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Θεόφιλου. Για την καταγωγή του δεν υπάρχουν ακριβείς πληροφορίες, ωστόσο, κατά την άποψη άγνωστου χρονογράφου, η μητέρα του ήταν φτωχή και άσημη και ο πατέρας του Πέρσης… …

    Dictionary of Greek

  • 36ιταλόφοβος — η, ο αυτός που φοβάται τους Ιταλούς, που υποπτεύεται τους Ιταλούς και την ιταλική πολιτική και, άρα, διάκειται δυσμενώς προς αυτούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰταλός + φοβος (< φόβος), πρβλ. αθεό φοβος, ανθρωπό φοβος] …

    Dictionary of Greek

  • 37κατάφοβος — η, ο (AM κατάφοβος, ον) περιδεής, περίφοβος, γεμάτος φόβο, («ἦσαν κατάφοβοι τοὺς ἐλέφαντας», Πολ.) αρχ. αυτός που επιφέρει φόβο, που τρομάζει κάποιον («ἐπὶ τῇ καταφόβῳ γενομένῃ μηνύσει», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φοβος (< φόβος), πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 38κενόφοβος — κενόφοβος, ον (Α) αυτός που φοβάται πράγματα που δεν παρουσιάζουν κίνδυνο, ο γεμάτος αδικαιολόγητο φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + φοβος (< φόβος), πρβλ. ονειρό φοβος, πολύ φοβος] …

    Dictionary of Greek

  • 39κλειστοφοβία — Έντονος φόβος που παρουσιάζεται σε κλειστούς χώρους ή σε χώρους με μεγάλο συνωστισμό. Η κ. αποτελεί είδος νεύρωσης. Βλ. λ. νεύρωση. * * * η (ψυχιατρ.) παθολογικός φόβος ενός ατόμου για τους κλειστούς χώρους, σύμπτωμα που απαντά σε νευρωτικά και… …

    Dictionary of Greek

  • 40πανικός — Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν π. τον φόβο που προερχόταν από τον θεό Πάνα. Σήμερα π. λέγεται ο μεγάλος φόβος που εξαιτίας του παραλύει ο λογικός έλεγχος των πράξεων εκείνων που τους διακατέχει. Στην ψυχοπαθολογία π. λέγεται ο φόβος που παραλύει τα… …

    Dictionary of Greek