φων-ή

  • 51σταχυοτόμος — και σταχυητόμος, ον, Α 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σταχυοτόμος θεριστική μηχανή 2. φρ. «σταχυητόμον ὅπλον» το δρεπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος, + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λαιμη τόμος. Το συνδ. φων. η τού τ. σταχυητόμος οφείλεται σε… …

    Dictionary of Greek

  • 52φάω — Α φέγγω, λάμπω, φωτίζω («φάε δὲ χρυσόθρονος Ἠώς», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. απαντά μόνο στο γ εν. πρόσ. τού αορ. φάε, σε τ. μτχ. σε φων / φάων καθώς και στον τ. φῶντα λάμποντα τού Ησύχ. (βλ. λ. φως)] …

    Dictionary of Greek

  • 53φον — (I) το, Ν άκλ. φυσ. μονάδα μέτρησης τής ακουστότητας τού ήχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phon, γαλλ. phone (< φωνή). Ορθ. γρφ. τής λ. είναι φων (το) και ίσως ο όρος θα έπρεπε να εισαχθεί στην ελλ. ως φώνη (η)]. (II) Ν άκλ. γερμανικός …

    Dictionary of Greek

  • 54φωνίς — ίδος, η, ΝΑ, και φωνίδα Ν νεοελλ. μετρολ. άλλη ονομασία τής μονάδας φων αρχ. φωνίον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς / ίδα). Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. phone (< φωνή)] …

    Dictionary of Greek

  • 55χειμασκώ — έω, Α (κυρίως για στρατιώτες) ασκούμαι στις χειμερινές ταλαιπωρίες, σκληραγωγούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + ἀσκῶ (πρβλ. σωμ ασκῶ, φων ασκῶ)] …

    Dictionary of Greek

  • 56χεράκλα — η, Ν μεγάλο χέρι, χερούκλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι + μεγεθ. κατάλ. άκλα (πρβλ. φων άκλα)] …

    Dictionary of Greek

  • 57Siphonaptera — Si|phon|ạptera [zu gr. σιϕων = hohler Körper; Röhre, Saugrohr u. gr. ἀπτερος = flügellos] Mehrz.: Ordnung der Flöhe (flügellose, seitlich stark zusammengedrückte blutsaugende Insekten; z.SiphonapteraT. Krankheitsüberträger) …

    Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • 58γραμματοκύφων — γραμματοκύ̱φων , γραμματοκύφων porer over records masc nom/voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 59γρίφων — γρί̱φων , γρῖφος fishing basket masc gen pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 60κελυφῶν — κελῡφῶν , κέλυφος sheath neut gen pl (attic epic doric) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)