φων-ή

  • 41νικόβουλος — νικόβουλος, ον (Α) αυτός τού οποίου νικά η γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + συνδετικό φων. ο + βούλος (< βουλή), πρβλ. υστερό βουλος] …

    Dictionary of Greek

  • 42νιφοβλής — νιφοβλής, ῆτος, ό, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) νοφόβολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο + βλής (< θ. βλη τού βάλλω, πρβλ. βλητός)] …

    Dictionary of Greek

  • 43νιφόβλητος — νιφόβλητος, ον (Α) νιφόβολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο + βλητός (< βάλλω), πρβλ. πυρί βλητος] …

    Dictionary of Greek

  • 44νιφόβολος — νιφόβολος, ον (Α) 1. σκεπασμένος με χιόνι, χιονοσκεπής 2. μτφ. σκωπτικός χαρακτηρισμός τών ποιητών τών διθυράμβων για τον ψυχρό κομπασμό τους («καινὰς λαβεῑν ἀεροδονήτους καὶ νιφοβόλους ἀναβολάς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο… …

    Dictionary of Greek

  • 45νιφόκτυπος — νιφόκτυπος, ον (Α) αυτός που βάλλεται από χιόνι («σὲ τὸν βολαῑς νιφοκτύποις δυσχείμερον ναίονθ ἕδραν, θηρονόμε Πάν», Καστοριών στον Αθηναίο). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + συνδετικό φων. ο + κτύπος] …

    Dictionary of Greek

  • 46ξιφασκία — η (Α ξιφασκία) 1. η τέχνη τού χειρισμού τού ξίφους 2. η άσκηση στον χειρισμό τού ξίφους νεοελλ. ξιφομαχία για ψυχαγωγία, άθλημα κατά το οποίο χρησιμοποιούνται ξίφη για επίθεση και άμυνα με καθορισμένες κινήσεις τών αγωνιζομένων και σύμφωνα με… …

    Dictionary of Greek

  • 47πυλοειδής — ές, Μ αυτός που μοιάζει με πύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + συνδ. φων. ο + ειδής*] …

    Dictionary of Greek

  • 48πυλοκλείστης — ὁ, Α 1. αυτός που κλείνει τις πύλες 2. αυτός που φρουρεί τις πύλες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + συνδ. φων. ο + κλείστης (< κλείω)] …

    Dictionary of Greek

  • 49σκιοειδής — ές, Α 1. όμοιος με σκιά, σκοτεινός («σκιοειδῆ φαντάσματα», Πλάτ.) 2. (για χρώμα) σκούρος, σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + συνδ. φων. ο + ειδής*] …

    Dictionary of Greek

  • 50σταχυηκόμος — ον, Α αυτός που καλλιεργεί σιτηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. παιδο κόμος. Το συνδ. φων. η οφείλεται σε μετρικούς λόγους] …

    Dictionary of Greek