φων-ή

  • 31νέω — (I) νέω (Α) 1. πλέω, κολυμπώ 2. μτφ. (για υπόδημα) είμαι δυσανάλογα μεγάλος («ἔνεον ἐν ταῑς ἐμβάσιν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νέω < *νέfω συνδέεται με το ρ. νήχω*, αλλά εμφανίζει θέμα με ε , πιθ. αναλογικά προς το πλέω / ἔπλευσα. Μερικοί… …

    Dictionary of Greek

  • 32νεφελοβάμων — ον αυτός που περπατά στα σύννεφα, που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. ο + βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο βάμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ν. Γ. Μοσχοβάκη] …

    Dictionary of Greek

  • 33νεφελοβατώ — (Μ νεφελοβατῶ, έω) περπατώ πάνω στα σύννεφα νεοελλ. μτφ. είμαι έξω από την πραγματικότητα, αεροβατώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. ο + βατώ (< βάτης, < βαίνω), πρβλ. αερο βατώ] …

    Dictionary of Greek

  • 34νεφελοδρόμος — νεφελοδρόμος, ον (Μ) αυτός που βαδίζει πάνω από τα σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. ο + δρόμος] …

    Dictionary of Greek

  • 35νεφελόθεν — (Α) επίρρ. από τις νεφέλες, από τα σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. ο + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μυχόθεν)] …

    Dictionary of Greek

  • 36νικοδέσποτος — νικοδέσποτος, ον (Μ) αυτός που απονέμει τη νίκη ως δεσπότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + συνδετικό φων. ο + δεσπότης (πρβλ. φιλο δέσποτος)] …

    Dictionary of Greek

  • 37νικομάχας — νικομάχας, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) νικητής σε μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + συνδετικό φων. ο + μάχᾱς (< μάχομαι)] …

    Dictionary of Greek

  • 38νικοσύνθετος — νικοσύνθετος, ον (Μ) αυτός που αποτελείται από νίκες («τὰς σὰς νικοσυνθέτους μάχας», Θεοδόσ. Διάκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + συνδετικό φων. ο + σύνθετος] …

    Dictionary of Greek

  • 39νικοτέλεια — νικοτέλεια, ἡ (Α) εορτασμός νίκης, πανηγυρισμός νίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *νικοτελής < νίκη + συνδετικό φων. ο + τελής (< τέλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 40νικουργός — νικουργός, όν (Μ) ο εργάτης, ο δημιουργός τής νίκης, ο νικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + συνδετικό φων. ο + ουργός*] …

    Dictionary of Greek