φων-ή

  • 21-άκλα — Γλωσσ. μεγεθυντική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών τής Ν. Ελληνικής με σκωπτική ή μειωτική σημασία π.χ. μουρ άκλα (μούρη), φων άκλα (φωνή), χερ άκλα (χέρι) κ.λπ …

    Dictionary of Greek

  • 22-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …

    Dictionary of Greek

  • 23αλαφροήσκιωτος — η, ο 1. (για δέντρα) αυτός που έχει ελαφριά σκιά, ώστε να μην προξενεί πονοκέφαλο σ’ αυτούς που κοιμούνται από κάτω 2. αυτός που δεν κοιμάται βαθιά, που μπορεί να ξυπνήσει εύκολα 3. αυτός που έχει καλό ήσκιο, καλή τύχη, που δεν επηρεάζει βλαβερά… …

    Dictionary of Greek

  • 24αμφιφάων — ἀμφιφάων, ουσα, ον και ἀμφιφῶν ῶντος ο (Α) 1. λαμπρός ολοφάνερος 2. είδος γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + φάων, μτχ. αορ. τού ελλειπτ. ρ. *φάον (πρβλ. Εὐρυ φάων). Η μτχ. ως β΄ συνθετ. απαντά και σε συνηρημένη μορφή στα γνωστά κυρία ονόματα… …

    Dictionary of Greek

  • 25ζηλαδέρφια — τα οι ετεροθαλείς αδελφοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλαδέλφια*, με σίγηση τού αρκτικού φων. α και τροπή τού λ σε ζ πιθ. από παρετυμολογική επίδραση τού ζήλεια / ζηλεύω βλ. και μηλαδέλφια] …

    Dictionary of Greek

  • 26θεμιονίκης — θεμιονίκης, επιγρ. θεμιονείκης ὁ (Α) ο νικητής σε θεματίτην αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (ΙΙ) + συνδετικό φων. ο + νίκης (< νίκη), πρβλ. βαλκανιο νίκης, ολυμπιο νίκης] …

    Dictionary of Greek

  • 27θηκοποιός — θηκοποιός, ὁ (Α) αυτός που κατασκευάζει θήκες για ξίφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + συνδ. φων. ο + ποιός (< ποιώ), πρβλ. βροχο ποιός, ηθο ποιός] …

    Dictionary of Greek

  • 28θηκοφόρος — α, ο (Α θηκοφόρος, ον) 1. ο κιστοφόρος 2. (για ζώα) αυτός που φέρει θήκη, κέλυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + συνδετικό φων. ο + φορος (< φέρω), πρβλ. κανη φόρος τροχο φόρος] …

    Dictionary of Greek

  • 29κολοφώνας — ο (AM κολοφών, ῶνος) 1. το ύψιστο σημείο στο οποίο φτάνει κάποιος ή κάτι, το αποκορύφωμα (α. «είναι 30 χρόνων κι έχει φτάσει ήδη στον κολοφώνα τής δόξας του» β. «ὁ κολοφὼν τῆς ἀδικίας», Λιθάν.) 2. υπόμνημα που παρατίθεται στο τέλος βιβλίου ή… …

    Dictionary of Greek

  • 30κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… …

    Dictionary of Greek