φωνάν

  • 1φωνάν — φωνά̱ν , φωνή sound fem acc sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2πέδιλο(ν) — το, ΝΜΑ, αιολ. τ. πέδιλλον Α είδος υποδήματος που υπάρχει από την αρχαιότητα και το οποίο καλύπτει με δέρμα ή παρόμοιο υλικό μόνο το πέλμα ή και τον ταρσό τού ποδιού, ενώ συγκρατείται πάνω στο πόδι με κορδόνια ή λουριά, σανδάλι νεοελλ. αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 3υπάργυρος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πωληθεί ή μισθωθεί με αργύρια, με χρήματα (α. «λέγων ὑπάργυρον πᾱσαν γραφὴν ἐποίει», Τζέτζ. β. «εἰ μισθοῑο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον», Πίνδ.) αρχ. 1. (για πέτρωμα, γη, ορυκτό) αυτός που περιέχει άργυρο, που έχει φλέβα …

    Dictionary of Greek