φωκεῖς

  • 1Φωκεῖς — Φωκεύς Phocian masc acc pl Φωκεύς Phocian masc nom/voc pl (parad form) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2φωκεῖς — φωκεύς Phocian masc acc pl φωκεύς Phocian masc nom/voc pl (parad form) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3Μουσείο, Αρχαιολογικό Λαμίας — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Λαμίας στεγάζεται από το 1994 στον πρώτο όροφο των Στρατώνων, που βρίσκονται στο κάστρο της Λαμίας. Ο απόκρημνος λόφος όπου βρίσκεται το κάστρο αποτελούσε το οχυρωμένο τμήμα της πόλης ήδη από τα κλασικά χρόνια και… …

    Dictionary of Greek

  • 4Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… …

    Dictionary of Greek

  • 5Amphictyonic League — In the Archaic period of ancient Greece, an amphictyony (Ancient Greek: ἀμφικτυονία), a league of neighbors , or Amphictyonic League was an ancient association of Greek tribes[1] formed in the dim past, before the rise of the Greek polis. The six …

    Wikipedia

  • 6Names of the Greeks — History of Greece This article is part of a series …

    Wikipedia

  • 7μισογύνης — ο (Α μισογύνης) αυτός που μισεί τις γυναίκες νεοελλ. αυτός που απεχθάνεται τη σαρκική μίξη με τις γυναίκες αρχ. 1. προσωνυμία τού Ευριπίδου 2. προσωνυμία τού Ηρακλέους στους Φωκείς 3. ως κύριο όν. Μισογύνης τίτλος έργου τού Μενάνδρου. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 8μυχλός — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκολιός, ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής Φωκεῑς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μύκλος] …

    Dictionary of Greek

  • 9φωκικός — ή, ό / φωκικός, ή, όν, ΝΑ [Φωκίς, ίδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Φωκίδα ή στους Φωκείς («φωκική διάλεκτος») …

    Dictionary of Greek

  • 10Αλίαρτος — I Γιος του Θέρσανδρου, εγγονός του Σίσυφου και αδελφός του Κορωνού και του Προίτου. Έχτισε την πόλη Αλίαρτο στη Βοιωτία, ενώ ο αδελφός του Κορωνός ίδρυσε την Κορώνεια. II Ονομασία δύο αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Βοιωτίας, στον δρόμο… …

    Dictionary of Greek