φυῶς

  • 1καρποφυώ — καρποφυῶ, έω (Α) παράγω καρπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + φυῶ (< φυώς < φυή ή φύος, το < φύομαι), πρβλ. ακανθο φυώ, δενδρο φυώ] …

    Dictionary of Greek