φυτῶν
1φυτών — place planted masc nom/voc sg …
2Φύτων — masc nom/voc sg …
3φυτών — ῶνος, ὁ, Α τόπος γεμάτος φυτά, κυρίως αμπέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτ όν + επίθημα ών (πρβλ. ξεν ών)] …
4φυτῶν — φυτόν plant neut gen pl φυτός shaped by nature fem gen pl φυτός shaped by nature masc/neut gen pl …
5φύτων — φύ̱των , φύω bring forth aor imperat act 3rd dual …
6φυτῶνος — φυτών place planted masc gen sg …
7Φύτον — Φύτων masc voc sg …
8βοτανική — Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β. Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και… …
9ανθοκομία — Η καλλιέργεια φυτών, τα οποία για την ιδιαίτερη ομορφιά κάποιου μέρους τους (άνθος, εντυπωσιακό φύλλωμα κλπ.) χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά. Η καλλιέργειά τους μπορεί να γίνεται σε μεγάλη κλίμακα και να πάρει μάλιστα καθαρά βιομηχανικό… …
10γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …