φυσῶντ'

  • 1φυσῶντ' — φῡσῶντα , φυσάω blow pres part act neut nom/voc/acc pl φῡσῶντα , φυσάω blow pres part act masc acc sg φῡσῶντι , φυσάω blow pres part act masc/neut dat sg φῡσῶντι , φυσάω blow pres ind act 3rd pl (doric) φῡσῶντι , φυσάω blow pres subj act 3rd …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… …

    Dictionary of Greek