φυσίζοος
1φυσίζοος — producing masc/fem nom sg φῡσίζοος , φυσίζους masc/fem nom sg …
2φυσίζοος — ον, Α (κυρίως για τη γη) παραγωγικός, ιδίως αυτός που παράγει σιτάρι («φυσίζοος αἶα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < θ. φῡ τού φύω / φύομαι (για τη μορφή τού θ. βλ. λ. φύω) + ζοος (< ζειά «είδος σιταριού», βλ. λ. ζειά).… …
3φυσίζοον — φυσίζοος producing masc/fem acc sg φυσίζοος producing neut nom/voc/acc sg φῡσίζοον , φυσίζους masc/fem acc sg φῡσίζοον , φυσίζους neut nom/voc/acc sg …
4φυσιζόου — φυσίζοος producing masc/fem/neut gen sg φῡσιζόου , φυσίζους masc/fem/neut gen sg …
5φυσιζόῳ — φυσίζοος producing masc/fem/neut dat sg φῡσιζόῳ , φυσίζους masc/fem/neut dat sg …
6φυσίζοα — φυσίζοος producing neut nom/voc/acc pl φῡσίζοα , φυσίζους neut nom/voc/acc pl …
7φυσίζοε — φυσίζοος producing masc/fem voc sg φῡσίζοε , φυσίζους masc/fem voc sg …
8овин — род. п. овина сушилка для зерна, рига, копна ржи в 300 снопов , с. в. р. (Филин 113 и сл.), укр. овин, блр. ёвна, др. русск. овинъ (XIII в., Слово Христолюбца; согласно Соболевскому ( Slavia , 5, 450)). Родственно лит. jaujа амбар, льносушильня …
9CASTOR — I. CASTOR Cursor velocissimus. Pausan l. 3. II. CASTOR Historicus Rhodius, floruit sub Iulii Caesatis principatu, quem aliqui Galatam vocârunt, quia in Galatiâ vixerit. Putat Vossius, hunc eundem esse cum eo, cuius meminit Plin. loc. cit.… …
10αία — Ομηρική λέξη που σημαίνει γη, χώρα, πατρίδα, αλλά αποτέλεσε και τοπωνύμιο κατά την αρχαιότητα. 1. Μυθική χώρα πέρα από τον Εύξεινο Πόντο, που χώριζε το βορειοανατολικό τμήμα της Ευρώπης από το βορειοδυτικό τμήμα της Ασίας. Η μυθική Α. ήταν κράτος …
- 1
- 2