φυστή
1φυστή — light pastry fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2φυστή — και φύστη και φυστῆ, ἡ, Α (ενν. μάζα) είδος ελαφρά ζυμωμένου εδέσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *φυστός < φῦσα + κατάλ. τός* (πρβλ. πλαστή)] …
3φύστη — ἡ, Α βλ. φυστή …
4φύστη — φύστις fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
5φυσταί — φυστή light pastry fem nom/voc pl …
6φυστήν — φυστή light pastry fem acc sg (attic epic ionic) …
7φύστα — τὰ, Α η φυστή*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φυστή / φύστη, κατά τα ουδ.] …