-
1 φυσικά
[фисика] επίρ. естественно, натурально, конечно, разумеется,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φυσικά
-
2 конечно
конечно βέβαια, ασφαλώς φυσικά (естественно) \конечно да! μάλιστα ναι, βέβαια! \конечно нет! όχι φυσικά!* * *βέβαια, ασφαλώς· φυσικά ( естественно)коне́чно да! — μάλιστα; ναι, βέβαια!
коне́чно нет! — όχι φυσικά!
-
3 живой
живой 1) ζωντανός \живой и невредимый σώος και αβλαβής 2) (оживлённый) ζωηρός ◇ \живойые цветы τα φυσικά λου λούδια* * *1) ζωντανόςживо́й и невреди́мый — σώος και αβλαβής
2) ( оживлённый) ζωηρός••живы́е цветы́ — τα φυσικά λουλούδια
-
4 непринуждённо
-
5 понятно
понятно φυσικά, βέβαια- \понятно? κατάλαβες; мне \понятно κατάλαβα· это \понятно είναι νοητό* * *φυσικά, βέβαιαпоня́тно? — κατάλαβες
мне поня́тно — κατάλαβα
э́то поня́тно — είναι νοητό
-
6 явление
явление с το φαινόμενο; \явлениея природы τα φυσικά φαινόμενα* * *сτο φαινόμενοявле́ния приро́ды — τα φυσικά φαινόμενα
-
7 конечно
конечно1. вводн. сл. φυσικά·2. утверд. частица βέβαια, βεβαίως, βεβαιότατα, φυσικά:\конечно нет! ὄχι βέβαια! -
8 ну
нумежд и частица разг1. (при побуждении) ἄντε, ἐμπρός:ну, скорей! ἄντε πιό γρήγορα· ну, ну, не бойся! ἔλα μή φοβάσαι· ну́-ка! γιά νά δοῦμε, ἄντε λοιπόν2. (для выражения связи с предшествующим):ну, так что же? κι ἐπειτα;· ну, а теперь καί τώρα· ну как? λοιπόν;·3. (для выражения удивления, негодования и т. п.) τί:ну́ и погода! τί καιρός, τί παληόκαιρος!· да ну? τί λέτε;...· ну, не стыдно ли вам? καί δέν ντρέπεστε;·4. (для выражения согласия, уступки) ε, φυσικά:ну, разумеется, мы пойдем φυσικά, ἐννοείται, (οτι) θά πᾶμε· ну, хорошо λοιπόν ἐν τάξει· ну, ну, не бу́ду καλά, μήν φοβάσαι, καλά δέν θά τό ξανακάνω·5. (в смысле „начать· перед гл.):а он ну кричать καί σάν βάζει τίς φωνές·6. безл груб.:ну тебя! ἄφησέ με ήσυχο!· а ну его! δέν τόν παρατάς!, παράτα τον!· ◊ ну вот... (в повествовании) λοιπόν πού λες... -
9 естественный
επ., βρ: -вен, -венна, -венно1. φυσικός•-ые границы φυσικά σύνορα•
-ые науки φυσικές επιστήμες•
-ые богатства φυσικός πλούτος•
-ая смерть φυσικός θάνατος;
2. έμφυτος.3. κανονικός, συνηθισμένος, συνήθης.4. απροσποίητος.εκφρ.-ое дело• -ая вещь• -ым образом – φυσικά, είναι φυσικό, κατά φυσικό τρόπο•- ая история – παλ. το μάθημα της φυσικής ιστορίας•естественный отбор – (βιολ.) φυσική επιλογή. -
10 натурально
επίρ.1. φυσικά, γνήσια, πραγ-ματικιά• απροσποίητα.2. κατά φυσική αναγκαιότητα, φυσικά• εννοείται. -
11 хватить
хвачу, хватишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. хваченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. βλ. хватать (1 σημ.).2. παίρνω, αποσπώ•хватить взятки παίρνω δωροδοκήματα.
3. πίνω, τραβώ,κατεβάζω.4. υποφέρω, περνώ, δοκιμάζω.5. επιτρέπω υπερβολές, ακρότητες• απομακρύνομαιπολύ, ξεφεύγω, προχωρώ πιο πέρα. || λέγω κάτι απερίσκεπτα, μου ξεφεύγει (ο λόγος, η κουβέντα).6. μ. χτυπώ δυνατά. || πέφτω (για σφαίρα, βλήμα κ.τ.τ.). || σπάζω, θραύω•хватить в дребезги συντρίβω, θρυμματίζω, κάνω συντρίμμια.
7. αποπλήττω, χτυπώ, επιφέρω αποπληξία. || βλάπτω, προξενώ ζημιά (για φυσικά φαινόμενα), морозом -ло рассаду ο πάγος έβλαψε το φυτώριο. || καταπιάνομαι, με κάτι, επ ιδίδομαι ζωηρά, καταγίνομαι. || απότομα ξεκινώ, τρέχω. || φεύγω (πηγαίνω μακριά).8. εμφανίζομαι ξαφνικά, επιπίπτω, πέφτω (για φυσικά φαινόμενα).9. απρόσ. φτάνω, επαρκώ.10. απρόσ. δύναμαι, μπορώ.11. απρόσ. φτάνει, αρκετά (σταμάτα).1. θυμούμαι (κάτι που ξέχασα).2. προσκρούω, πέφτω επάνω, χτυπώ.3. (απλ.) βλ. хвататься (1, 2 σημ.). -
12 минеральный
1. (являющийся минералом, состоящий из минералов) ορυκτός 2. (содержащий минералы) μεταλλικ/όςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > минеральный
-
13 пастбище
το βοσκοτόπ/ι, τα λιβάδια (πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пастбище
-
14 природа
1. (окружающий мир, Земля органический и неорганический мир совокупность естественных условий на Земле) η φύση 2. (местность вне городских поселений) η εξοχή 3. (сущность, основное свойство, качество, натура, характер) о χαρακτήρας, το φυσικό, η φύση, η υπόσταση, η ιδιοσυγκρασία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > природа
-
15 чертёж
το σχέδι/ο, το διάγραμμαразбирать - в натуральных размерах мор. χαράζω/χαράσσω το - σε φυσικά μεγέθηстроительный - οικοδομικό -, κατασκευαστικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чертёж
-
16 явление
1. (проявление или выявление сущности, процесса и т.п.) το φαινόμεν/ο, το περιστατικό, το συμβάν 2. (появление) η εμφάνηση, η παρουσία, η προσέλευση 3. театр. η σκηνή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > явление
-
17 естественный
естественн||ыйприл в разя. знач. φυσικός:\естественныйые нау́ки οἱ φυσικές ἐπιστήμες· \естественныйый отбор биол. ἡ φυσική ἐπιλογή· \естественныйым образом φυσικά. -
18 живой
жив||ойприл1. ζωντανός:\живойое существо́ τό ζωντανό πλάσμα· \живой пример τό ζωντανό παράδειγμα· жив и здоров σῶος καί ὑγιής·2. (полный жизни, подвижный) ζωηρός:\живой ребенок (ум) τό ζωηρό παιδάκι (πνεῦμα)· \живойые глаза τά ζωηρά μάτια· \живойо́е воспоминание (воображение) ἡ ζωηρή ἀνάμνηση (φαντασία)· принимать \живойо́е участие в чем-л. παίρνω δραστήριο μέρος σέ κάτι· ◊ \живой язык ἡ ζωντανή γλώσσα· \живойые цвети τά φυσικά ἄνθη· \живойые краски ζωηρά χρώματα· задеть кого́-л. за \живойо́е πειράζω πολύ, συγκινώ βαθειἄ на \живойу́ю ийтку τό τρύπωμα· остаться в \живойых μένω ζωντανός, ἐπιζῶ· ни жив ни мертв разг μέ τήν ψυχή στό στόμα· \живойо́го места нет δέν ἔμεινε оСте ἕνα γερό μέρος στό κορμί μου· ни (одной) \живой души ὁὔτε φυχή. -
19 непринужденно
непринужденн||онареч ἀβίαστα, ἐλεύθερα, μέ εὐχέρειαν, φυσικά:чу́вствовать себя \непринужденно αίσθάνομαι τόν ἐαυτό μου βολικά· держаться \непринужденно συμπεριφέρομαι ἐλεύθερα (или ἀβίαστα). -
20 понятио
поняти||о1. нареч κατανοητά·2. вводн. сл. разг φυσικά, βέβαια, ἐννοείται.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φυσικά — φυσικός natural neut nom/voc/acc pl φυσικά̱ , φυσικός natural fem nom/voc/acc dual φυσικά̱ , φυσικός natural fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσικά — Ν επίρρ. βλ. φυσικός … Dictionary of Greek
αδιποκελουλόζες — Φυσικά προϊόντα της κυτταρίνης, που περιέχουν σε μικρή αναλογία λίπη και κηρούς, που τα βρίσκουμε στα συστατικά του φελλού. Λέγονται και αδιποκυτταρίνες … Dictionary of Greek
φυσικάν — φυσικά̱ν , φυσικός natural fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυσικάς — φυσικά̱ς , φυσικός natural fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
φυσικός — ή, ό / φυσικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Ν [φύσις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση ή αυτός που προέρχεται από τη φύση, εγγενής (α. «φυσικά χαρίσματα» β. «πάλιν δὲ ἐρωτώμενος, ἡ ἀνδρεία πότερον εἴη διδακτὸν ἤ φυσικόν», Ξεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Bolos De Mendès — (Βωλος) est un auteur de langue grecque du IIIe siècle av. J. C. ( 200)[1], originaire de Mendès en Égypte. Il est parfois considéré comme le premier auteur traitant de l occultisme. Bolos est le représentant, peut être le plus connu, d’un… … Wikipédia en Français