φυλλ-ίς
1Φύλλ' — Φυλλί , Φυλλίς salad fem voc sg …
2φύλλ' — φύλλα , φύλλον leaf neut nom/voc/acc pl …
3πεπερίτης — ὁ, θηλ. ῑτις, Α όμοιος με το πιπέρι ή αναμεμιγμένος με πιπέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπερι + κατάλ. ίτη / ῖτις (πρβλ. φυλλ ίτης / φυλλ ίτις)] …
4Daktyloepitriten — Mit dem Begriff Daktyloepitriten bezeichnet man eine Bauart antiker Verse der Lieddichtung. Sie wurden ursprünglich als Singverse in der griechischen Chorlyrik verwendet und sind erstmals bei Stesichoros belegt. Die meisten daktylepitritischen… …
5Neugriechische Orthographie — Die Orthographie des Neugriechischen folgt einer historischen Rechtschreibung, die mit dem seit 403 v. Chr. nahezu unveränderten griechischen Alphabet notiert wird. Sie hat bestimmte Verschriftlichungen altgriechischer Laute und Lautkombinationen …
6εύλειμος — εὔλειμος, ον (Α) ευλείμων* («σῑγα δ εὔλειμος νάπη φύλλ εἶχε», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + * λειμος (< λειμών «λιβάδι»), πρβλ. ευρύ λειμος] …
7κασαλβάς — κασαλβάς, άδος και κασαυράς, άδος και κασαύρα, ἡ (Α) πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. είναι πιθ. παράγωγη τής λ. κασάς με σχηματισμό κατά τα σε άς, άδος (πρβλ. δρομ άς, φυλλ άς), το πρόσφυμα όμως αλβ / αυρ παραμένει ανερμήνευτο. Παράλληλη… …
8κνηκάνθιον — κνηκάνθιον, τὸ (Α) το φυτό κνήκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος* + άνθιον (< ἄνθος), πρβλ. σχοιν άνθιον, φυλλ άνθιον] …
9κορφαράκι — κορφαράκι, τὸ (Μ) μικρός κόλπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρφος με σημ. «κόλπος τής θάλασσας» + υποκορ. κατάλ. αράκι (πρβλ. ξυλ αράκι, φυλλ αράκι)] …
10λεπυρανθή — τα βοτ. τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών η οποία περιλαμβάνει τις οικογένειες αγρωστώδη και κυπερίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέπυρον + ανθές (< ἄνθος), πρβλ. φυλλ ανθές. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. glumiflorae < glumi… …
- 1
- 2