φυλλάς
1φυλλάς — leafy fem nom sg …
2φυλλάς — άδος, ἡ, Α 1. το φύλλωμα, η φυλλωσιά («ῥίζης γὰρ οὔσης φυλλὰς ἵκετ ἐς δόμους», Αισχύλ.) 2. κλαδί με φύλλα («δεσμὸν δ ἄδεσμον τόνδ ἔχουσα», Ευρ.) 3. σωρός, στρώμα από φύλλα («στιπτή τε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ», Σοφ.) 4. έδεσμα από χλωρά λαχανικά …
3φυλλάδα — φυλλάς leafy fem acc sg …
4φυλλάδας — φυλλάς leafy fem acc pl …
5φυλλάδες — φυλλάς leafy fem nom/voc pl …
6φυλλάδι — φυλλάς leafy fem dat sg …
7φυλλάδος — φυλλάς leafy fem gen sg …
8φυλλάδων — φυλλάς leafy fem gen pl …
9φυλλάσι — φυλλάς leafy fem dat pl …
10φυλλάσιν — φυλλάς leafy fem dat pl …
Страницы
- 1
- 2