φυλακή
1φυλακή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2Φυλάκη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3Φυλάκῃ — Φυλάκη fem dat sg (attic epic ionic) …
4φυλακή — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Αποκορώνου, του νομού Χανίων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας οικισμός, τα Δράμια (υψόμ. 50 μ.). * * * η, ΝΜΑ, και ιδιωμ. τ. φλακή Ν [φύλαξ, ακος]… …
5φυλακή — η 1. η φυλάκιση (βλ. λ.): Τον τιμώρησε ο λοχαγός με τρεις μέρες φυλακή. 2. δημόσιο κτίριο, όπου φυλάγονται οι υπόδικοι ή οι κατάδικοι, δεσμωτήριο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6φυλακῇ — φυλακῆι , φυλακεύς watching masc dat sg (epic ionic) φυλακή fem dat sg (attic epic ionic) …
7φυλακῆ — φυλακεύς watching masc nom/voc/acc dual φυλακεύς watching masc acc sg …
8Φυλάκαι — Φυλάκη fem nom/voc pl Φυλάκᾱͅ , Φυλάκη fem dat sg (doric aeolic) …
9φυλακαῖς — φυλακή fem dat pl …
10φυλακαῖσι — φυλακή fem dat pl (epic ionic aeolic) …