φυγάς
1φυγάς — one who flees masc/fem nom sg φυγά̱ς , φυγή flight fem acc pl …
2φυγάς — ο / φυγάς, άδος, ΝΜΑ, και φυγάδας Ν, και φυγάς, ἡ, Α αυτός που έχει φύγει από την πατρίδα του είτε εκούσια ως δραπέτης ή επειδή διώκεται, είτε ακούσια ως εξόριστος (α. «πολιτικοί φυγάδες» β. «τοὺς μὲν ἀπέκτεινε, τοὺς δὲ φυγάδας ἐποίησε», Λυσ.) 2 …
3φυγᾶς — φυγή flight fem gen sg (doric aeolic) …
4φυγάδα — φυγάς one who flees masc/fem acc sg …
5φυγάδας — φυγάς one who flees masc/fem acc pl …
6φυγάδε — φυγάς one who flees masc/fem nom/voc/acc dual …
7φυγάδες — φυγάς one who flees masc/fem nom/voc pl …
8φυγάδεσσιν — φυγάς one who flees masc/fem dat pl (epic aeolic) …
9φυγάδι — φυγάς one who flees masc/fem dat sg …
10φυγάδος — φυγάς one who flees masc/fem gen sg …
Страницы