φτωχός

  • 101ξεβράκωτος — η, ο [ξεβρακώνω] 1. αυτός που δεν φορά βρακί, περισκελίδα 2. μτφ. πολύ φτωχός 3. ρακένδυτος, κουρελής 4. το θηλ. ως ουσ. η ξεβράκωτη η χωρίς προίκα 5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ξεβράκωτοι τα πλήθη τών φτωχών στρωμάτων που πήραν μέρος στη Γαλλική …

    Dictionary of Greek

  • 102ξεγυμνώνω — (Μ ξεγυμνώνω και ἐξεγυμνώνω και ξηγυμνώνω) 1. αφαιρώ όλα τα ενδύματα κάποιου, γδύνω τελείως κάποιον 2. καταληστεύω («ξεγύμνωσαν το σπίτι οι κλέφτες») 3. (σχετικά με ξίφος) βγάζω από τη θήκη νεοελλ. 1. μτφ. αποκαλύπτω τα μυστικά, τις αδυναμίες ή… …

    Dictionary of Greek

  • 103ξενιτειά — Ο ξένος τόπος, το να ζει κανείς σε ξένο τόπο. Την ξ., τα δημοτικά τραγούδια και τα νεότερα λαϊκά, τη θεωρούν βαρύτερη και από το θάνατο. Ο όρος προέρχεται από τη λόγια λέξη ξενιτεία. Υπάρχει άλλωστε και μεταβυζαντινό στιχούργημα περίπου 550… …

    Dictionary of Greek

  • 104ξυπόλυτος — και ξυπόλητος, η, ο 1. αυτός που δεν φορά παπούτσια, ανυπόδητος 2. (κατ επέκτ.) α) πολύ φτωχός β) αλήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ υπό λυτος «χωρίς υποδήματα» < ἐξυπολύ(ν)ω, με σίγηση τού αρκτ. άτονου ε . Ο τ. ξιπόλητος είναι εσφ. γρφ.] …

    Dictionary of Greek

  • 105ολιγότροφος — η, ο και ολιγοτροφικός, ή, ό (Α ολιγότροφος, ον) αυτός που τρώει λίγο νεοελλ. 1. βοτ. οικολ. α) (για περιβάλλον) φτωχός σε θρεπτικά στοιχεία β) (για φυτά) ικανός να αναπτυχθεί σε πολύ φτωχό σε θρεπτικά στοιχεία περιβάλλον 2. το αρσ. ως ουσ. γένος …

    Dictionary of Greek

  • 106ολιγόχρυσος — ὀλιγόχρυσος, ον (Α) φτωχός σε χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + χρυσός] …

    Dictionary of Greek

  • 107πάμπτωχος — και πάμφτωχος, η, ο (Μ πάμπτωχος, ον) πάρα πολύ φτωχός, τελείως άπορος …

    Dictionary of Greek

  • 108πάμφτωχος — η, ο (Μ πάμπτωχος, ον) βλ. πάμπτωχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + φτωχός] …

    Dictionary of Greek

  • 109πένης — και πένητας, ο / πένης, ητος, ΝΜΑ αυτός που τα εισοδήματά του μόλις και μετά βίας επαρκούν για τη διατροφή του, φτωχός αρχ. 1. (με γεν.) αυτός που στερείται κάτι, ενδεής («χρημάτων πένητες», Ευρ.) 2. ως επίθ. φτωχικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένομαι (πρβλ …

    Dictionary of Greek

  • 110πένομαι — ΝΑ (μόνον στον ενεστ. και στον παρατ.) είμαι πένητας, ενδεής, φτωχός, στερούμαι τα αναγκαία μέσα για άνετη διαβίωση, ζω στερημένα αρχ. 1. (αμτβ.) μοχθώ, κοπιάζω 2. εργάζομαι για να εξοικονομήσω τους απαραίτητους πόρους ζωής 3. έχω έλλειψη άρα και …

    Dictionary of Greek