φτιαγμένος με
51δέντρινος — η, ο ο φτιαγμένος από δέντρο και κυρίως από δρυ, βαλανιδιά: Η οροφή του σπιτιού μας ήταν φτιαγμένη από φανερά, δέντρινα δοκάρια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
52δαντελένιος, -ια, -ιο — 1. φτιαγμένος από δαντέλα ή στολισμένος με δαντέλα: Δαντελένιο τραπεζομάντιλο. 2. πολύ λεπτός, ντελικάτος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
53δερμάτινος — η, ο αυτός που είναι φτιαγμένος από δέρμα: Τα δερμάτινα ρούχα είναι πολύ ακριβά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
54δρύινος — η, ο φτιαγμένος από ξύλο βελανιδιάς: Παραγγείλαμε στο μαραγκό δρύινα έπιπλα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
55ζαχαρένιος, -ια, -ιο — 1. φτιαγμένος από ζάχαρη: Έφερε στα παιδιά ζαχαρένια κουκλάκια. 2. μτφ., γλυκός: Ζαχαρένια χείλη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
56ζαχαροκαμωμένος — η, ο 1. φτιαγμένος με ζάχαρη. 2. μτφ., γλυκός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
57ζαχαρωτός — ή, ό φτιαγμένος από ζάχαρη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
58ζύμη — η 1. προζύμι, μαγιά: Δε γίνεται ψωμί χωρίς ζύμη. 2. ζαχαρομύκητες που προκαλούν την αλκοολική ζύμωση. 3. ποιότητα ψυχική: Δεν είναι φτιαγμένος από καλή ζύμη. 4. παράγοντας που προκαλεί την εμφάνιση σειράς γεγονότων: Οι δηλώσεις του προέδρου… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
59λαστιχένιος, -ια, -ιο — 1. αυτός που είναι φτιαγμένος από λάστιχο. 2. ευλύγιστος, εύκαμπτος σαν λάστιχο: Ο ακροβάτης είχε λαστιχένιο κορμί …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
60λινός — ή, ό αυτός που είναι φτιαγμένος από λινάρι: Τα λινάρούχα σιδερώνονται δύσκολα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)