φτιαγμένος με
41ατσαλένιος, -ια, -ιο — 1. φτιαγμένος από ατσάλι, χαλύβδινος: Τα χρηματοκιβώτια των Τραπεζών είναι ατσαλένια. 2. ανθεκτικός, δυνατός: Τα νεύρα μου δεν είναι ατσαλένια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
42αχυρένιος — ια, ιο αυτός που είναι φτιαγμένος ή αποτελείται από άχυρο: Κοιμόταν πάνω σε αχυρένιο στρώμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
43βαμβακένιος, -ια, -ιο — και μπαμπακένιος, ια, ιο αυτός που είναι φτιαγμένος από βαμβάκι: Μ’ αρέσει να κοιμάμαι σε βαμβακένια μαξιλάρια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
44βαμβακομέταξος — βαμβακομέταξος, η, ο και μπαμπακομέταξος, η, ο αυτός που είναι φτιαγμένος από μπαμπάκι και μετάξι: Το φουστάνι μου είναι βαμβακομέταξο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
45βελουδένιος, -ια, -ιο — 1. αυτός που είναι φτιαγμένος από βελούδο ή αναφέρεται σ’ αυτό: Τα βελουδένια μαξιλάρια είναι ιδιαίτερα μαλακά. 2. μτφ., μαλακός, απαλός σαν βελούδο: Γοητεύτηκα από τη βελουδένια φωνή της …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
46γεροκαμωμένος — η, ο ο φτιαγμένος στέρεα, ο γεροδεμένος: Χτίσαμε ένα γεροκαμωμένο τοίχο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
47γραμμικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έχει σχέση με τις γραμμές, φτιαγμένος με γραμμές: Γραμμικό σχέδιο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
48γυάλινος — η, ο ο φτιαγμένος από γυαλί: Έβαλα τα τριαντάφυλλα σ’ ένα γυάλινο βάζο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
49γυψωτός — ή, ό ο φτιαγμένος με γύψο ή αλειμμένος με γύψο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
50δάφνινος, -η, -ο — δάφνινος, η, ο, φτιαγμένος από φύλλα δάφνης: Στο ηρώο, σε κάθε εθνική γιορτή, γίνεται κατάθεση δάφνινου στεφανιού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)