φτάνει πια

  • 1φθάνω — ΝΜΑ, και φτάνω Ν, και φθάζω ΜΑ 1. (για πρόσ. και πράγμ.) καταλήγω εκεί όπου κατευθύνομαι, έρχομαι κάπου (α. «τί ώρα θα φτάσουμε στο νησί;» β. «μέχρι εδώ φτάνει η μυρουδιά τών λουλουδιών» γ. «φθάσε σήμερον γοργὸν νὰ πᾷς στὸν μύλον», Πρόδρ. δ.… …

    Dictionary of Greek

  • 2και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …

    Dictionary of Greek

  • 3νισάφι — και ινσάφι, το 1. έλεος, ευσπλαγχνία, χάρη 2. φρ. α) «κάνω νισάφι» φείδομαι, λυπάμαι, ευσπλαχνίζομαι β) «νισάφι (πια)!» (χρησιμοποιείται ως έκφραση αγανάκτησης κάποιου, τού οποίου εξαντλήθηκαν η υπομονή και η αντοχή) φτάνει πια, ας δοθεί ένα… …

    Dictionary of Greek

  • 4νισάφι — το (λ. τουρκ.), διάκριση, χάρη, έλεος, συγκράτηση: Όλη τη μέρα την περνάς στο καφενείο, νισάφι πια (συγκρατήσου, φτάνει πια) …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 5αρκετός — ή, ό (Α ἀρκετός, ή, όν) [αρκώ] ο επαρκής, ο ικανοποιητικός νεοελλ. (με αποδοκιμαστική σημασία) αυτός ο οποίος ξεπερνά το συνηθισμένο όριο ή αυτό που πρέπει («έχει αρκετή πονηρία») αρχ. το μέχρι το έσχατο όριο ανοχής, εκείνο που φτάνει πια …

    Dictionary of Greek

  • 6παξ — (I) Α 1. (παρακελευσματικό επιφών. προκειμένου να τελειώσει μια συζήτηση) αρκετά, φτάνει πια, αρκεί 2. (κατά τον Ησύχ., κατά παρανόηση) «πάξ ὑπόδημα εὐυπόδητον ἤ ὁμοίως ἔχει». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επιφών. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα πᾰγ… …

    Dictionary of Greek

  • 7παρέκει — και παρακεί και παρακείθε(ς) / παρέκει ΝΜ επίρρ. 1. πιο πέρα, σε απόσταση από ένα σημείο, παραπέρα, μακρύτερα («κάνε παρέκει» πήγαινε πιο πέρα) 2. μτφ. φρ. «ως εδώ και μη παρέκει» αρκεί ως εδώ, φτάνει πια, αυτή η κατάσταση δεν πάει άλλο, μην… …

    Dictionary of Greek

  • 8εμ — (αντί του ε μα) 1. για δήλωση υπομονής, αποδοχής του μοιραίου: Εμ τι να γίνει; 2. για δήλωση δυσανασχέτησης και εξάντλησης της υπομονής: Εμ φτάνει πια, δεν υποφέρεσαι! 3. (ως σύνδ. με αναδίπλωση), εμ... εμ... και έμι... έμι... και όμου... όμου …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 9Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 10Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …

    Dictionary of Greek