φρῑκαλέος
1φρικαλέος — α, ο / φρικαλέος, α, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικτός 2. απαίσιος αρχ. 1. αυτός που αναρριγεί από το ψύχος 2. ο τραχύς στην επιφάνεια («φρικαλέῃσιν ἐπὶ πλευρῇσιν», Ανθ. Παλ.). επίρρ... φρικαλέως και φρικαλέα Ν κατά τρόπο φρικαλέο,… …
2φρικαλέος — φρῑκαλέος , φρικαλέος shivering with cold masc nom sg …
3φρικαλέος — α, ο επίρρ. α 1. αυτός που προκαλεί φρίκη (βλ. λ.), ο υπερβολικά φρικτός, ο τρομερός, ο φοβερός. 2. απαίσιος, αποκρουστικός: Το πρόσωπό του είναι φρικαλέο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4φρικαλέα — φρῑκαλέα , φρικαλέος shivering with cold neut nom/voc/acc pl φρῑκαλέᾱ , φρικαλέος shivering with cold fem nom/voc/acc dual φρῑκαλέᾱ , φρικαλέος shivering with cold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5φρικαλέαι — φρῑκαλέαι , φρικαλέος shivering with cold fem nom/voc pl φρῑκαλέᾱͅ , φρικαλέος shivering with cold fem dat sg (attic doric aeolic) …
6φρικαλέαις — φρῑκαλέαις , φρικαλέος shivering with cold fem dat pl φρῑκαλέᾱͅς , φρικαλέος shivering with cold fem dat pl (attic) …
7φρικαλέας — φρῑκαλέᾱς , φρικαλέος shivering with cold fem acc pl φρῑκαλέᾱς , φρικαλέος shivering with cold fem gen sg (attic doric aeolic) …
8φρικαλέον — φρῑκαλέον , φρικαλέος shivering with cold masc acc sg φρῑκαλέον , φρικαλέος shivering with cold neut nom/voc/acc sg …
9φρικαλέᾳ — φρῑκαλέαι , φρικαλέος shivering with cold fem nom/voc pl φρῑκαλέᾱͅ , φρικαλέος shivering with cold fem dat sg (attic doric aeolic) …
10-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… …