φρήν
1φρήν — midriff fem nom/voc sg …
2φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …
3φρῆν — φρέω pres inf act (epic doric) …
4φρασί — φρήν midriff fem dat pl (doric) …
5φρασίν — φρήν midriff fem dat pl (doric) …
6φρενοῖν — φρήν midriff fem gen/dat dual …
7φρενί — φρήν midriff fem dat sg …
8φρενός — φρήν midriff fem gen sg …
9φρεσσί — φρήν midriff fem dat pl (epic) …
10φρεσί — φρήν midriff fem dat pl …