φράτηρ
31φράτωρ — και φρήτωρ, ορος, ὁ, Α βλ. φράτηρ …
32φρήτηρ — ος, ὁ, Α ιων. τ. βλ. φράτηρ …
33φρατερικός — ή, όν, Α φρατορικός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φράτηρ, ερος. Η λ. αποτελεί δ. ανάγνωση τού τ. φρατορικός] …
34φρατριεύς — έως, ὁ, Α φράτηρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φράτρα / φρατρία + κατάλ. εύς*] …
35φρητία — (I) ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «στόμα φρέατος». [ΕΤΥΜΟΛ. < φρεατία, με συναίρεση τών εα ]. (II) ἡ, Α φρατρία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρᾱτ < θ. φρατρ της λ. φράτηρ* (βλ. και λ. φατρία, φράτρα) με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου ρ ] …
36φρατέρων — φρᾱτέρων , φράτηρ member of a masc gen pl …
37φρατόρων — φρᾱτόρων , φράτηρ member of a masc gen pl φρᾱτόρων , φράτωρ masc gen pl …
38φράτερας — φρά̱τερας , φράτηρ member of a masc acc pl …
39φράτερες — φρά̱τερες , φράτηρ member of a masc nom/voc pl …
40φράτερος — φρά̱τερος , φράτηρ member of a masc gen sg …