φράσῃς

  • 1φράσης — φράσις speech fem nom/voc pl (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2φράσῃς — φράζω point out aor subj act 2nd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …

    Dictionary of Greek

  • 4ανάγνωση — Ικανότητα, που αποκτάται με διδασκαλία, χάρη στην οποία αναγνωρίζονται και κατανοούνται οι λέξεις ενός κειμένου, γραμμένου ή τυπωμένου. Υπάρχουν διάφορες μέθοδοι διδασκαλίας της α. Σήμερα, η επεξεργασία των μεθόδων αυτών γίνεται σχεδόν… …

    Dictionary of Greek

  • 5ακυρολογία — Η χρησιμοποίηση λέξεων ή φράσεων που δεν συμβιβάζονται με το περιεχόμενο της σκέψης που πρόκειται να διατυπωθεί, π.χ. ο βρυχηθμός των θηρίων (αντί των λιονταριών). Α., επίσης, είναι η χρησιμοποίηση λέξεων που δεν ταιριάζουν με αυτά που συνήθως… …

    Dictionary of Greek

  • 6κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… …

    Dictionary of Greek

  • 7κυριολεκτικός — ή, ό αυτός που λέγεται, που γράφεται ή εννοείται κατά κυριολεξία, αυτός που έχει την ακριβή σημασία τής λέξης ή τής φράσης και όχι τη μεταφορική. επίρρ... κυριολεκτικώς και ά (Μ κυριολεκτικώς) 1. με κυριολεξία, με την κύρια σημασία τής λέξης ή… …

    Dictionary of Greek

  • 8μεταγραμματισμός — ο (ΑM μεταγραμματισμός) [μεταγραμματίζω] η μετάθεση γραμμάτων, ο σχηματισμός νέας λέξης ή φράσης με μετάθεση τών γραμμάτων μιας άλλης λέξης ή φράσης, αναγραμματισμός αρχ. η μεταβολή τών γραμμάτων από την παλαιά γραφή στη μεταγενέστερη, η… …

    Dictionary of Greek

  • 9πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… …

    Dictionary of Greek

  • 10σχόλιο — το / σχόλιον, ΝΜΑ 1. σύντομη ερμηνεία ή αποσαφήνιση λέξεων, φράσεων ή χωρίων που περιέχονται στα κείμενα αρχαίων, ιδίως, συγγραφέων 2. σύντομη ερμηνευτική σημείωση λέξης ή φράσης που γράφεται στο περιθώριο ενός κειμένου ή στα διάστιχα νεοελλ. 1.… …

    Dictionary of Greek