φρυκτωρός
1φρυκτωρός — one who watches on a height to make fire signals masc nom sg …
2φρυκτωρός — ὁ, ΜΑ μσν. φρυκτός*, πυρσός για τη μετάδοση σημάτων, φρυκτωρία αρχ. 1. φύλακας φρυκτωρίου («ὡς αὐτοῖς οἵ τε φρυκτωροὶ ἐσήμαινον καὶ ᾐσθάνοντο τὰ πυρὰ... ἔγνωσαν ὅτι», Θουκ.) 2. το διά μέσου φρυκτωρίας μεταδιδόμενο σήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρυκτός +… …
3φρυκτωροί — φρυκτωρός one who watches on a height to make fire signals masc nom/voc pl …
4φρυκτωρούς — φρυκτωρός one who watches on a height to make fire signals masc acc pl …
5φρυκτωρόν — φρυκτωρός one who watches on a height to make fire signals masc acc sg …
6διαφρυκτωρώ — διαφρυκτωρῶ ( έω) (Μ) 1. φυλάττω ως φρυκτωρός* 2. επαγρυπνώ …
7πυρσουρός — ὁ, Α φρυκτωρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσός (Ι) + ουρός, πρβλ. κηπ ουρός (βλ. λ. ὁρῶ)] …
8φρυκτωρία — Η συνεννόηση με φρυκτούς (πυρσούς), που χρησίμευε ως ένα είδος οπτικού τηλέγραφου των αρχαίων Ελλήνων. Πρόκειται για άναμμα φωτιάς σε ψηλά σημεία και βουνοκορφές, ώστε τη νύχτα να φαίνεται η φωτιά και την ημέρα ο καπνός, με διαφορετική σε κάθε… …
9φρυκτωρώ — φρυκτωρῶ, έω, ΝΜΑ [φρυκτωρός] (στην αρχαιότητα) μεταδίδω σήματα με πυρσούς για συνεννόηση σε μεγάλες αποστάσεις μσν. αρχ. μτφ. φωτίζω («πόθεν ἥλιος φρυκτωρεῑ πάσῃ τῇ οἰκουμένη, καὶ πάσαις ὄψεσι», Γρηγ. Ναζ.) …
10φρυκτώριον — τὸ, ΜΑ [φρυκτωρός] 1. φυλάκιο ή πύργος από όπου λάμβαναν ή έστελναν φρυκτωρίες 2. είδος φάρου για την καθοδήγηση τών πλοίων …
- 1
- 2