1φρυγιστί — in the Phrygian mode indeclform (adverb) …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2φρυγιστί — Α επίρρ. 1. (ιδίως στη μουσ.) κατά τον φρύγιο τρόπο («ἐν τοῑς φρυγιστὶ μέλεσι», Αριστοτ.) 2. κατά την φρυγική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φρυγία / Φρύξ + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. λυδ ιστί, μηδ ιστί)] …
Dictionary of Greek