φρυαγμός
1φρυαγμός — masc nom sg …
2φρυαγμός — ὁ, Α [φρυάσσομαι, ω] φρύαγμα …
3φρυαγμός — ο το φρύαγμα (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4φρυαγμοῦ — φρυαγμός masc gen sg …
5φρυαγμούς — φρυαγμός masc acc pl …
6χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …