φροῦδοι

  • 1φροῦδοι — φροῦδος gone away masc nom/voc pl φροῦδος gone away masc/fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2φρούδος — α, ο / φροῡδος, ούδη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α μάταιος, ανώφελος, άχρηστος (α. «φρούδες ελπίδες» β. «λόγοι πρὸς αἰθέρα φροῡδοι», Ευρ.) μσν. φρ. «εἰς φροῡδον» σε καταστροφή, σε αφανισμό αρχ. 1. αυτός που έχει εξαφανιστεί, που έχει γίνει άφαντος 2.… …

    Dictionary of Greek